Μήπως η μνήμη είναι μια υπερτιμημένη αξία; Ακούμε συχνά πως εάν ξεχάσουμε τα εγκλήματα του παρελθόντος, θα καταδικαστούμε να τα επαναλάβουμε. Ο Κιθ Λόου τολμάει να αντιστρέψει το σκεπτικό: μήπως έχουμε καταδικαστεί να επαναλαμβάνουμε τα εγκλήματα του παρελθόντος επειδή ακριβώς αρνούμαστε να τα ξεχάσουμε; Μήπως έχουμε εγκλωβιστεί σε μια αέναη ιστορική βεντέτα –«μου έκανες, σου έκανα» –με τη μνήμη στον ρόλο του πυροκροτητή; Μήπως το σαχλό ευφυολόγημα «μην ξεχάσεις να θυμηθείς» πρέπει να το αντικαταστήσουμε με το εξίσου σαχλό, αλλά πιθανόν σωτήριο «θυμήσου να ξεχάσεις»;

Ο 47χρονος σήμερα βρετανός ιστορικός Κιθ Λόου ομιλεί μετά λόγου γνώσεως. Πολυετής έρευνα σε δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες είχε ως απότοκο το βιβλίο του «Savage Continent» («Αγρια Ηπειρος»), ένα συναδελφικό κλείσιμο του ματιού στην αντίστοιχη «Σκοτεινή Ηπειρο» του συμπατριώτη του Μαρκ Μαζάουερ κι ένα βιτριολικό βλέμμα στην Ευρώπη αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός, υπό τον τίτλο «Ολεθρος»). Δεν είναι ένα ευχάριστο βιβλίο, ούτε ενδείκνυται για εύθραυστους αναγνώστες με εθισμό στο χάπι εντ. «Είναι πολύ απλό» εξηγεί ο Κιθ Λόου στον Μάρκο Καρασαρίνη, τον Μάρτιο του 2014, για «Το Βήμα της Κυριακής». «Μας αρέσουν τα χάπι εντ. Ως εκ τούτου έχουμε μια μυθολογική εικόνα του πολέμου. Για παράδειγμα, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι η εικόνα του ναύτη που φιλά τη νοσοκόμα στην Τάιμς Σκουέαρ. Αυτό είναι το παραμυθένιο, το χολιγουντιανό τέλος του πολέμου: ο ήρωας βρίσκει την καλή του, όλα επιστρέφουν στο κανονικό και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Στην πραγματικότητα, ο «Ολεθρος» του Λόου είναι ένα σπλάτερ. Ενα ιστορικό σπλάτερ. Το σφαγείο, ο κρανίου τόπος, είναι ολόκληρη η ευρωπαϊκή ήπειρος μετά τη λήξη της παγκόσμιας σύρραξης. Γαλουχημένοι με τον εθνικό μας αυτισμό, βαυκαλιζόμαστε ότι μονάχα στην Ελλάδα ο πόλεμος πήρε μια τετραετή παράταση -ίσως επειδή έπρεπε να μείνουμε πιστοί και στη μακραίωνη ελληνική παράδοση (έως τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μην σας πάω και πιο πίσω), αυτή την απαράμιλλη ικανότητά μας να μεταλλάσσουμε αργά ή γρήγορα κάθε πατριωτικό αγώνα εναντίον του εκάστοτε ξένου εισβολέα σε εμφύλια σύγκρουση. Η αλήθεια είναι πως το δικό μας χούι το έχουν και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί. Την περίοδο 1945-1949 η Ευρώπη συνέχισε να ματώνει και να προσθέτει νεκρούς που δεν υπολείπονταν διόλου σε τάξη μεγέθους από τους νεκρούς του Β’ Παγκοσμίου. Μάλιστα. Μιλάμε για εκατομμύρια θύματα αναρίθμητων εμφυλίων, εθνοκαθάρσεων και βίαιων εκτοπίσεων: μια αδυσώπητη κρεατομηχανή σε καιρό, υποτίθεται, ειρήνης.

Ας παρηγορηθούμε λοιπόν με την ιδέα ότι δεν είμαστε οι μόνοι που ανακατεύουμε αξεδιάλυτα ψέματα με αλήθειες και κατασκευάζουμε εφησυχαστικούς εθνικούς μύθους. «Το πρόβλημα με τόσο βαθιά εδραιωμένους μύθους», γράφει ο Λόου, «είναι ότι αναπόφευκτα καταλήγουν σε σύγκρουση με τους εξίσου εδραιωμένους μύθους κάποιου άλλου. Η εκδίκηση του ενός είναι η δικαιοσύνη του άλλου». Ακόμη παραπέρα: η δικαιοσύνη μπορεί να είναι το πρόσχημα της εκδίκησης. Η ιδεολογία μπορεί να είναι ο φερετζές της κτηνωδίας.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που ο Κιθ Λόου αλιεύει από τα γραπτά του Στάθη Καλύβα. Συνοπτικά: ένας βοσκός ερωτεύεται μια χωριατοπούλα. Η χωριατοπούλα περιφρονεί τα αισθήματα του βοσκού, αλλά ερωτεύεται τον αδελφό του. Για να την εκδικηθεί ο βοσκός, την καταδίδει στους ιταλούς κατακτητές. Η χωριατοπούλα, με τη σειρά της, καταδίδει τον βοσκό στο τοπικό ΕΑΜ. Στο τέλος της ιστορίας, θα ξεκληριστούν δύο οικογένειες. Οπως θα σχολιάσει σκωπτικά ένας συγχωριανός τους, οι μόνοι που θα τη βγάλουν καθαρή θα είναι ο βοσκός και η χωριατοπούλα: «Αυτοί γλίτωσαν, αλλά όλοι οι άλλοι γύρω τους σκοτώθηκαν». Με μια μικρή δόση διαστροφής, το λες και χάπι εντ.

Κάπου εδώ έχει την ατυχή έμπνευση να παρέμβει ο Σταύρος Κοντονής, ο έλληνας υπουργός Δικαιοσύνης και να παραδώσει ταχύρρυθμα μαθήματα Ιστορίας στον Ούρμας Ρεϊνσάλου, τον εσθονό ομόλογό του. Κουτοπόνηρα (έχοντας κατά νου, ασφαλώς, αποκλειστικά το εσωτερικό ακροατήριο) ο Κοντονής επιχειρεί να μεταθέσει τη συζήτηση στην, κατ’ αυτόν, ανίερη εξίσωση των εγκλημάτων ναζισμού και κομμουνισμού, δίχως να αντιλαμβάνεται –πέραν των άλλων –πως αναρίθμητοι κάτοικοι της Εσθονίας (όπως και των πιο πολλών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης) είχαν το συγκλονιστικό προνόμιο να υποστούν και ναζιστική και σοβιετική κατοχή, να υπάρξουν θύματα –η ίδια γενιά, συχνά και τα ίδια φυσικά πρόσωπα –τόσο των εθνικοσοσιαλιστών όσο και των κομμουνιστών.

Μια από τις πιο ιλαροτραγικές ανάλογες περιπτώσεις ήταν αυτή του Καζίμιερ Μοτσάρσκι, ενός πολωνού δικηγόρου και δημοσιογράφου, επιφανούς αντιστασιακού κατά των Ναζί («Συνομιλίες με ένα δήμιο», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014). Μετά την απελευθέρωση, οι κομμουνιστές καταδίκασαν σε θάνατο τον Μοτσάρσκι ως αντιφρονούντα και τον έκλεισαν στο ίδιο κελί με τον επίσης θανατοποινίτη γερμανό στρατηγό Γιούργκεν Στρόοπ, τον άνθρωπο που είχε αναλάβει την αιματηρή εκκαθάριση του γκέτο της Βαρσοβίας και τον οποίο ο ίδιος ο Μοτσάρσκι είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει. Αυτή ήταν η σοβιετική αίσθηση του χιούμορ.

Στους απογόνους των απανταχού Μοτσάρσκι, στα παιδιά και στα εγγόνια τους αποφάσισε ο Κοντονής να σηκώσει δασκαλίστικα το δάχτυλό του. Να μιλήσει για την Ανοιξη της Πράγας και τον ευρωκομμουνισμό (εδώ έκλαψαν και τα τσιμέντα), για την εγγενή ικανότητα του αριστερού ολοκληρωτισμού, μέσα από ποταμούς αίματος, να βρίσκει μόνος του τον δρόμο προς την ουμανιστική αυτορρύθμιση. «Δεν έχει καμία διαφορά για ένα θύμα», ήρθε η πληρωμένη απάντηση του Ρεϊνσάλου, «εάν έχει δολοφονηθεί στο όνομα ενός καλύτερου μέλλοντος της άριας φυλής ή επειδή ανήκει σε μια κοινωνική τάξη που δεν έχει θέση στην κομμουνιστική κοινωνία».

Σε δύο χρόνια συμπληρώνουμε επτά δεκαετίες από τη λήξη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου. Φαίνεται πως η σπέκουλα με τη μνήμη απέδωσε ό,τι ήταν να αποδώσει. Οσο αφελής, κουτοπόνηρος ή απλώς ψηφοθηρικά ιδιοτελής και αν είναι κάποιος, αποκλείεται πλέον να μας πείσει ότι όλοι οι εγκληματίες είχαν μαζευτεί με τον έναν ολοκληρωτισμό και όλοι οι αρχάγγελοι με τον άλλον, πόσω μάλλον ότι ξεπλένουμε τον έναν ολοκληρωτισμό, όποτε μνημονεύουμε παράλληλα και τα εγκλήματα του άλλου. Ετσι κι αλλιώς, η ιστορική έρευνα θα συνεχίσει να κάνει τη δουλειά της, όσα προσκόμματα και αν βάλουμε στο διάβα της. Ισως είναι η κατάλληλη στιγμή για ν’ ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Κιθ Λόου. Να θυμηθούμε να ξεχάσουμε. Να θυμηθούμε να συγχωρέσουμε.