Κανονικά θα έπρεπε να είχαμε περιέλθει σε μια κατάσταση αμοιβαίας ανίας. Οι ανώνυμοι «κυβερνητικοί κύκλοι» να έχουν βαρεθεί να επιτίθενται στα μέσα ενημέρωσης. Και τα μέσα ενημέρωσης –ή όσα τέλος πάντων δεν αισθάνονται την υποχρέωση να στηρίζουν σε σημείο τυφλότητας το κυβερνητικό αφήγημα –να έχουν βαρεθεί να υπενθυμίζουν ποια είναι η δική τους δουλειά και ποια είναι η δουλειά μιας κυβέρνησης.

Θα έπρεπε να είχαμε βαρεθεί. Αλλά δεν έχουμε. Γιατί οι ανωνυμογράφοι του Μεγάρου Μαξίμου επανήλθαν χθες καταγγέλλοντας «αντικυβερνητική προπαγάνδα» και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «η κατάσταση των ΜΜΕ στη χώρα μας δεν είναι σοβαρή αλλά κρίσιμη». Πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση διάγνωσης, αφού η ασθένεια προκαλείται από την ίδια. Πράγματι, η κατάσταση των μέσων ενημέρωσης είναι κρίσιμη και μπορεί να γίνει πολύ σοβαρή επειδή τα μέσα βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο της εξουσίας. Επειδή αυτή η ίδια εξουσία δεν έχει σταματήσει να επιχειρεί τη χειραγώγηση του Τύπου, πεδίο στο οποίο, εάν θέλει κανείς να είναι πραγματικά ειλικρινής, θα πρέπει να της αναγνωρίσει ότι έχει να επιδείξει ένα κάποιο έργο.

Μερικές στιγμές ιλαρότητας λειτουργούν πάντα προστατευτικά απέναντι στην ανία. Μια τέτοια στιγμή προσέφεραν οι κυβερνητικοί κύκλοι με την επισήμανση ότι πρέπει να υπάρχουν όρια στην προπαγάνδα, διότι η διαπραγματευτική γραμμή δεν είναι μόνο της κυβέρνησης αλλά της ίδιας της χώρας και επομένως το θέμα είναι εθνικής σημασίας. Πιστεύουν πραγματικά οι κύκλοι της κυβέρνησης ότι όλοι εκεί έξω θα αλλάξουν γνώμη εάν γράφουμε όλοι εδώ μέσα ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έσκισε στο Eurogroup; Οχι, είναι αστείο. Μέχρι που γίνεται κάτι παραπάνω από σοβαρό, σχεδόν ανατριχιαστικό, εάν σκεφτεί κανείς σε ποια καθεστώτα οι κυβερνήσεις υποχρεώνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα ΜΜΕ σε εθνική συστράτευση.