Στο σχολείο τούς μάθαιναν ότι «εκεί», στη Δύση, ήταν όλα άσχημα, ενώ «εδώ», στη χώρα τους, όλα ήταν παραδεισένια και σοσιαλιστικά. Τα ίδια άκουγαν και από τα μέσα ενημέρωσης. Μέσα τους βέβαια ήξεραν ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αντιλαμβάνονταν ότι στη Δύση υπήρχε ελευθερία και ευμάρεια ενώ η χώρα τους ήταν μια τεράστια φυλακή. Κι όταν κάποιοι τα κατάφερναν και περνούσαν στην άλλη πλευρά, ένιωθαν ότι εκπλήρωναν επιτέλους το όνειρό τους, έστω κι αν η κατάσταση στη χώρα που τους υποδεχόταν δεν ήταν ακριβώς τέλεια.

Ο Τσβετάν Τοντορόφ άφησε τη Σόφια το 1963 κι έφτασε στο Παρίσι χάρις στην πρόσκληση μιας γενναιόδωρης θείας του. Ηταν 24 ετών. Εζησε τον Μάη (χαρακτηρίζοντάς τον «μάχη οπισθοφυλακής»), ανέλυσε τις τεχνικές της αφήγησης, μελέτησε τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αφηγήθηκε την εμπειρία ενός εκπατρισμένου (που είναι κάτι διαφορετικό από τον ξεριζωμένο), παρουσίασε τα πορτρέτα μερικών μεγάλων ανυπότακτων της Ιστορίας. Και στο τελευταίο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε αυτή την εβδομάδα στη Γαλλία με τίτλο «Ο θρίαμβος του καλλιτέχνη», κάνει μια απροσδόκητη, αιρετική, διαπίστωση. Οι σημερινές φιλελεύθερες δημοκρατίες, γράφει, μοιάζουν περισσότερο με τα κομμουνιστικά καθεστώτα παρά με τον κλασικό φιλελευθερισμό του 18ουκαι 19ουαιώνα. Η τυραννία των ατόμων δεν έχει ελαφρότερες συνέπειες από την τυραννία των κρατών. Ο πολιτικός μεσιανισμός που παρατηρείται στη δημοκρατική Δύση δεν είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον που κυριαρχούσε στην ολοκληρωτική Ανατολή. Η προσπάθεια ελέγχου του πληθυσμού είναι ίδια, απλώς δεν γίνεται πια με την αστυνομία ή τους πληροφοριοδότες, αλλά με την τεχνολογία.

Ο Τοντορόφ δεν βρίσκεται πια δυστυχώς στη ζωή για να φωτίσει τις απορίες μας. Κι έτσι πρέπει εμείς, που σχεδόν πιστέψαμε κάποια στιγμή ότι είμαστε οι νικητές της Ιστορίας, να εξηγήσουμε μόνοι μας πώς οδηγήσαμε έναν άνθρωπο με αυτό το παρελθόν και με αυτή την ευρύτητα πνεύματος σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Να αναρωτηθούμε αν έχει δίκιο όταν παρατηρεί ότι ο ουτοπισμός της Αριστεράς μετατοπίστηκε προς τα δεξιά μέσω των «νεοσυντηρητικών» δογμάτων. Να αναζητήσουμε, με λίγα λόγια, τις ρίζες τηςΥβρεως.

Η Υβρις, όμως, είναι διπλή. Η αλαζονεία των νικητών δεν εκφράστηκε μόνο σε ιδεολογικό επίπεδο, απέναντι στους παλιούς τους ανταγωνιστές, αλλά και σε ταξικό επίπεδο.Οι ανώτερες τάξεις, πιο εύπορες, πιο αδίστακτες, πιο προκλητικές, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να πλουτίσουν ακόμη περισσότερο. Και οι μεσαίες τάξεις, πιο μορφωμένες, πιο ενημερωμένες, πιο απαιτητικές, άρχισαν να απομακρύνονται από τα λαϊκά στρώματα, τα εγκατέλειψαν στην τύχη τους και τώρα απορούν που στράφηκαν στους λαϊκιστές.

Ο πειρασμός να μεταφέρουμε τον προβληματισμό του αείμνηστου φιλοσόφου στην ελληνική περίπτωση είναι μεγάλος. Εδώ, άλλωστε, η Υβρις είναι πολλαπλή: εναντίον των εργαζομένων, εναντίον των συνταξιούχων, εναντίον των ανέργων, εναντίον των μέσων ενημέρωσης, εναντίον των δεξιών και των αριστερών, εναντίον των κερδισμένων και των χαμένων, εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας εντέλει. Ομως ο Τοντορόφ αναφερόταν σε φιλελεύθερες δημοκρατίες, παραδείγματα όπως η Ουγγαρία του Ορμπαν ή η Ελλάδα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν χωρούν στην ανάλυσή του.