Μένω σε ένα μεσοαστικό, νοικοκυρίστικο προάστιο, συγκεκριμένων προδιαγραφών, χωρίς πολύ πλούσιους ούτε και πολύ φτωχούς. Στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς μου λοιπόν, πριν από μερικές ημέρες, πήρα θέση στο ταμείο ασθμαίνουσα και βιαστική ως συνήθως, σπρώχνοντας ένα καρότσι που υπερχείλιζε από όλα αυτά τα ογκώδη αναλώσιμα –απορρυπαντικά, χαρτικά, αναψυκτικά και λοιπά –που σε ένα νοικοκυριό του ενός ατόμου πρέπει, συνήθως, να ξεμείνεις εντελώς για να αποφασίσεις ανεφοδιασμό. Παρατηρώντας ότι η (επιμελώς ατημέλητη και σχετικά νέα) κυρία μπροστά μου είχε λίγα πράγματα, της χαμογέλασα και μουρμούρισα ένα αμήχανο «Τυχερή είμαι». Μου απάντησε βουτώντας τη γλώσσα και το βλέμμα της σε δηλητήριο. «Εγώ δεν έχω να ψωνίσω τόσα πολλά» είπε προτού δώσει και τη χαριστική βολή βλέποντας δύο αρωματικά κεριά πάνω πάνω στο καρότσι μου: «Και ούτε αγοράζω κεριά. Εδώ ο κόσμος χάνεται, αυτές οι αστικές σαχλαμάρες μάς μάραναν». Μη μπορώντας να καταλάβω πώς τα δύο κεριά μου θα διαμόρφωναν τον χαμό του κόσμου έδωσα τόπο στην οργή.

Δεν είναι η πρώτη φορά που δέχομαι τέτοιου είδους επίθεση τον τελευταίο χρόνο, από τότε δηλαδή που οι «Μένουμε Ευρώπη» στοχοποιήθηκαν ως οι εξωνημένοι, νεοφιλελεύθεροι, φλώροι, αναίσθητοι και επαίσχυντοι αστοί. Τότε που «ποινικοποιήθηκαν» οι στοιχειώδεις καθημερινές πολυτέλειες. Με ένα μένος που έγινε ακόμη πιο έντονο μετά την κωλοτούμπα του Οχι σε Ναι και την πλήρη υποταγή της κυβέρνησης στο σκληρό μνημονιακό ροκ. Από νυν και πρώην συριζαίους ή το πάλαι ποτέ συντρόφους που χλευάζουν άνευ επιχειρημάτων το Κίνημα της Γραβάτας, τα καταναλωτικά ήθη και έθιμα, τις επαγγελματικές φιλοδοξίες, τις κοινωνικές αγωγές, την κουλτούρα της πόλης, την αισθητική αναζήτηση, την εξωστρέφεια, την τεχνολογία, τον κοσμοπολιτισμό, τη συνθήκη της επιτυχίας, την ανάγκη του ελιτισμού, την αναγκαιότητα της ασφάλειας και όλα αυτά που συνθέτουν τον αστικό πολιτισμό, ερμηνεύοντάς τα με έναν ιδεοληπτικό ταξικό μανιχαϊσμό. Με όρους μάλιστα της δεκαετίας του 1960, μη λαμβάνοντας καν υπόψη ότι από τότε οι τάξεις στην Ελλάδα έχουν κάνει reload τουλάχιστον τρεις – τέσσερις φορές.

Πίσω όμως από αυτό το μένος αλλά ακόμη και από την εμμονή της ίδιας της κυβέρνησης να ξετινάξει οικονομικά τη μεσαία αστική τάξη διαβλέπω τη διακαή επιθυμία ένταξης σε αυτήν (με άλλοθι τον Βελουχιώτη σε ταπετσαρία). Η εκπόρθηση του «στρατοπέδου» είναι πιο εύκολη όταν οι στρατιώτες του έχουν εξουθενωθεί. Οχι, δεν είναι αυτή καθαυτή η παραμονή στην εξουσία που καίει πολλά κυβερνητικά στελέχη αλλά η πρόσβαση που παρέχει η εξουσία στον αστικό πολιτισμό και στα καλούδια του –έτσι, τουλάχιστον, όπως τον εννοούν. Εξού και αυτή η τεχνητή, τραμπουκική αυτοπεποίθηση. Ο βεριτάμπλ αστός όμως δεν έχει αυτοαναφορική αυτοπεποίθηση. Εχει τη σιγουριά που του παρέχει το παρελθόν και το περιβάλλον του. Η διαφορά είναι τεράστια. Οση έχουν τα σαμπανιζέ ξίδια του Πολάκη από ένα ευπρεπές κρασί.