Οταν πληροφορήθηκα τις πρώτες ανακοινώσεις του Γιαν Φαμπρ, διευθυντή και νονού (με την καλή έννοια, μην πάει ο νου σας σε τίποτα Κόπολες) του πρώην Φεστιβάλ Αθηνών που το βάφτισε Διεθνές, σκέφτηκα όλους αυτούς τους εξαιρετικούς καλλιτέχνες που έχω δει να ματώνουν στη σκηνή με αμοιβές οι οποίες, τα τελευταία χρόνια, τους εξασφαλίζουν ούτε καν τα προς το στοιχειώδες ζην. Που πρέπει να διαλέξουν αν θα αγοράσουν από το μινιμάρκετ γάλα ή σαπούνι. Που κοιμούνται μέσα στα θέατρα. Που διανύουν τεράστιες αποστάσεις με τα πόδια για να εξοικονομήσουν το αντίτιμο του εισιτηρίου. Που γίνεται έρανος από τους συναδέλφους τους για να πάνε στον γιατρό. Αλλά εξακολουθούν να είναι αφοσιωμένοι στο θέατρο όχι επειδή δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο για να ζήσουν αλλά επειδή δεν μπορούν να ζήσουν αν κάνουν κάτι άλλο. Από τέτοιους καλλιτέχνες στέρησε ο Φαμπρ, με ένα ξερό allez, την πιθανότητα να συμμετέχουν στο μεγαλύτερο φεστιβάλ του τόπου τους.

Ωστόσο τα παραπάνω καλλιεργούν μια συγκινησιακή αντίδραση και η υπόθεση ανάγεται σε άλλες σφαίρες. Ο ίδιος ο Φαμπρ, άλλωστε, μου είναι τόσο αδιάφορος και ξένος με το ελληνικό περιβάλλον όσο ασύμβατο ήταν το κοντογούνι του καταμεσής της άνοιξης σε έναν τόπο όπου φοράμε τον χειμώνα κοντομάνικα. Η οργή μου, για να παραφράσω τον Βάρναλη, μεταλλάχθηκε σε ώριμο τέκνο της λογικής απέναντι σε μια πολιτική ηγεσία που στρώνει χαλί τον ραγιαδισμό της για να περπατήσει ο εγωκεντρικός βεζίρης της performance. Που αποφασίζει για την τέχνη, ίσως τον μόνο τομέα σε αυτή τη χώρα στον οποίο εξακολουθεί να υπάρχει παραγωγή και ανάπτυξη, χωρίς να έχει όχι μόνο την παραμικρή ιδέα αλλά ούτε καν τον ελάχιστο σεβασμό για αυτήν. Και προσπαθεί σπασμωδικά να διορθώσει λάθη με ακόμη μεγαλύτερα.

Κατά τα άλλα, καλοδεχούμενος ο κύριος Φαμπρ. Θα διδάξει, αλλά μπορεί και να διδαχθεί πολλά, κυρίως για το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Οπως ας πούμε το ότι η εκτόξευση ζαρζαβατικών δεν είναι καλλιτεχνικός χουλιγκανισμός αλλά παράδοση παλαιόθεν. Λέγεται ότι ο Αριστοφάνης, όταν πήγαινε να δει Ευριπίδη, κουβαλούσε όλο τον λαχανόκηπό του. Και εμείς εδώ, κύριε Φαμπρ μου, δεν έχουμε λαχανάκια Βρυξελλών αλλά κάτι κραμβολάχανα να, με το συμπάθιο.