Δεν έχω παιδιά κι εγγόνια, έχω όμως πολλά «ανίψια», παιδιά νεότερων φίλων μου. Τα πιο αγαπημένα μου, δύο δίδυμα αγοράκια περίπου τριάμισι ετών. Τα οποία ένα θεματάκι με τις Απόκριες το έχουν, και μάλιστα, επειδή τα καθημερινά ρούχα τούς φαίνονται πληκτικά, έχουν κατακτήσει το δικαίωμα της πρόσβασης στις αποκριάτικες στολές τους όλο τον χρόνο. Ετσι τις προάλλες, με τον έναν ντυμένο Χαλκ και τον άλλον κάτι ολόσωμο, κατάμαυρο και δυσοίωνο, περάσαμε με το αυτοκίνητο από έναν παράδρομο της Πλατείας Βικτωρίας. Ενώ περιμέναμε στο φανάρι, κοιτούσαν εκστασιασμένοι τους πρόσφυγες με τα πολύχρωμα παράταιρα ρούχα τους και το υποτυπώδες «σπιτικό» τους απλωμένο κατάχαμα. Ούτως ή άλλως δεν είμαι προπονημένη να αντιμετωπίζω τις ανελέητες παιδικές ερωτήσεις, αυτό που άκουσα όμως ήταν χειρότερο απ’ ό,τι φανταζόμουν. Η παιδική ματιά που δεν μπορεί να επεξεργαστεί την εικόνα, δεν ξέρει να κρατάει προσχήματα. «Τι είναι ντυμένοι αυτοί οι άνθρωποι;» με ρώτησαν. Αμάν! Τι λένε τώρα; Αγνόησα με τη φασίζουσα αυθαιρεσία του ενηλίκου την ερώτησή τους και άλλαξα κουβέντα. Αλλωστε και τα πιτσιρίκια, μόλις απομακρυνθήκαμε, ξέχασαν τους περίεργους, τρομαγμένους «μασκαράδες» στη γωνία.

Πώς να εξηγήσω σε δύο νήπια ότι αυτό δεν είναι Αποκριά αλλά μια αλλοπρόσαλλη, τραγική κανονικότητα; Οτι αυτοί οι άνθρωποι είναι αληθινοί, απλώς έχουν ενδυθεί την εξαθλίωση και την απελπισία; Οτι οι επί μονίμου βάσεως Απόκριες και μασκαράδες βρίσκονται αλλού; Στα social media, για παράδειγμα, όπου η άλλη ανεβάζει τη φωτογραφία ενός κέικ και καλεί τον διαδικτυακό της μικρόκοσμο να μοιραστεί την εικονική μυρωδιά του ανακοινώνοντας ότι την επομένη θα το μοιράσει στους πρόσφυγες. Στην καταγεγραμμένη βήμα βήμα από τις κάμερες επίσκεψη του Σάκη Ρουβά ο οποίος ντυμένος «φιλάνθρωπος» (με τζιν κι έτσι!) και συνοδευόμενος από το ίδιο προστατευτικό τσούρμο που τον ακολουθεί στα κόκκινα χαλιά μοιράζει τσάγια (που λέει ο λόγος) και συμπάθεια. Στις σέλφι με τα σαστισμένα προσφυγόπουλα. Στις αναρτήσεις με τα φωτογραφισμένα πακέτα και την υποσημείωση «έτοιμα να πάνε αύριο στον Πειραιά». Θα μου πείτε, αν η μετουσιωμένη ακόμη και σε ένα κουτί μπισκότα ματαιοδοξία πρόκειται να παρηγορήσει ένα παιδί, έστω και για λίγα λεπτά, χαλάλι. Και θα συμφωνήσω απόλυτα. Πάντα όμως θα απορώ γιατί η φιλανθρωπία θα πρέπει να παρενδύεται την ξεδιαντροπιά… Απόκριες παντού! Στον άλλον που του ζητάς τη γνώμη του για την επίλυση του Προσφυγικού και σου απαντά «Παγκόσμια ειρήνη!». Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, μέχρι να γίνει αυτό που δεν έχει γίνει χιλιάδες χρόνια, κάτι πιο πρακτικό; «Οχι! Παγκόσμια ειρήνη και να εξανθρωπιστούν οι τράπεζες». Για τα καρναβάλια και οι γραφικοί αντιευρωπαϊστές που διεκδικούν την αποκλειστικότητα της ευαισθητοποίησης για τους πρόσφυγες. Αλλά και καρναβαλικό βραβείο στον οργισμένο ακροατή ραδιοφωνικής εκπομπής που στην ίδια φράση χώρεσε το πέναλτι του Καπίνο, τα hotspots, το τρίτο Μνημόνιο και τον ποντιακό ελληνισμό.

Μια χώρα που έχει ορθάνοιχτα παράθυρα με θέα στις Απόκριες είμαστε λοιπόν. Στον ήλιο και στο τσίπουρο. Στον ανορθόγραφο και με allure γκαραζογόη βιντεοταινίας του ’80 σύμβουλο του Πρωθυπουργού. Που καβάτζωσε τη θέση με το ηθικό πλεονέκτημα της φιλίας του Αλέξη Τσίπρα, θεωρεί τις καριέρες χολέρες, λιγώνει με τα μποτάκια της Μενεγάκη και θεωρεί την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους απονομή δικαιοσύνης. Αλλά και σε αυτούς που για να τον υπερασπιστούν ανασύρουν από το χρονοντούλαπο έννοιες και λέξεις, όπως «γκρουπούσκουλα», οι οποίες μοιάζουν πλέον με ιδεολογικές σερπαντίνες. Στον υπουργό Εσωτερικών που δηλώνει ότι καλώς οι δικηγόροι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες βγήκαν στους δρόμους μπας και χάσουν κανένα κιλό. Στον Πρωθυπουργό που μας υπόσχεται ότι θα σετάρει φούστα – μπλούζα την ανάσταση της οικονομίας με την Ανάσταση του Χριστού.

Κλείνω το παράθυρο, ανοίγω την τηλεόραση. Στο ένα κανάλι ακούω για την έξυπνη επιστραγαλίδα. Στο άλλο για τον έξυπνο ντολμαδοπαρασκευαστή. Στην ΕΡΤ μπορεί να έχουν σε ζωντανή μετάδοση τη δολοφονία του Κένεντι. Του Τζον ή του Ρόμπερτ άραγε; Μας βαράνε ντέφια. Μήπως δεν σ’ αρέσει;