Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κυκλοφόρησε στους ελληνικούς κινηματογράφους η ταινία «Τον αράπη κι αν τον πλένεις» με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά. Ο Βουτσάς δεν έπαιζε απλώς τον μαύρο. Επαιζε τον λευκό που βαφόταν μαύρος. Τότε μπορεί να ήταν κάποιου είδους εξωτικό χιούμορ –Σίντνεϊ Πουατιέ εξάλλου υπήρχε μόνο στην Αμερική. Σήμερα πάντως είναι ρατσισμός. Κι αν έχει νόημα να ρίξει κάποιος μια ματιά στην ταινία, είναι για να διαπιστώσει την έλλειψη εξοικείωσης με ό,τι δεν ήταν «κανονικό» για τα δεδομένα της εποχής. Με ό,τι δεν είχε λευκό δέρμα και δεν μιλούσε ελληνικά.

Η ατάκα του Λαζόπουλου ότι «όταν ο άνθρωπος είναι καθηλωμένος σε καρέκλα σιγά σιγά το μυαλό του καθηλώνεται σε μια ιδέα» μαρτυρά ακριβώς την ίδια έλλειψη εξοικείωσης. Μόνο που τώρα δεν είμαστε στη δεκαετία του 1970 αλλά στο 2016. Και όσο κι αν είναι εξαιρετικά δύσκολο για τα άτομα με ειδικές ανάγκες να κυκλοφορήσουν στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, ο Λαζόπουλος θα έπρεπε να μην τους αντιμετωπίζει σαν εξωτικό είδος το οποίο ενσαρκώνει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και μόνο.

Οχι ότι θα άλλαζε κάτι αν ο Σόιμπλε ήταν ο μοναδικός στον πλανήτη που κάθεται σε αναπηρικό αμαξίδιο. Ο Λαζόπουλος και πάλι δεν θα έκανε χιούμορ –αν υποθέσουμε ότι ήταν αυτός ο σκοπός του. Θα έκανε ό,τι έκανε και προχθές. Ψυχιατρική διάγνωση. Και αυτό είναι ακριβώς που τρομάζει: η ευκολία με την οποία βολεύει κάτω από την ομπρέλα της σάτιρας τις ψυχιατρικές του διαγνώσεις, τα πολιτικά του σχόλια, τις προσβολές που εκτοξεύει για τα πρόσωπα που δεν του είναι αρεστά, τις λοιδορίες που τους επιφυλάσσει, την επεξεργασμένη οργή του, τους συναισθηματικούς εκβιασμούς του, τους ανοριακούς χαρακτηρισμούς του. Οχι με την αφέλεια των ταινιών της δεκαετίας του ’70. Αλλά με απίστευτη βαναυσότητα.