Κανείς δεν γνωρίζει αν οι θαμώνες του Παντελίδη κι οι παπουτσωμένοι γάτοι (οι παπουτσωμένοι «κάτι», οι παπουτσωμένοι «τίποτα») που ξενύχτησαν έξω από κηφισιώτικο κατάστημα για ένα ζευγάρι παπούτσια των 200 ευρώ είναι τα ίδια άτομα.

Οι δύο αυτές ειδήσεις διαφέρουν μεν, ταυτίζονται δε:

¾ Στο μπουζουξίδικο, ο Μέγας Ερμηνευτής αποθεώνεται από ένα κοινό που εκτοξεύει γαρίφαλα, γαρδένιες, καρέκλες, τραπέζια και τα CD του ενδεχομένως. Σε εποχές ζόρικες, ο (κάθε) κύριος Παντελίδης χτίζεται ζωντανός σε μια χωματερή από καλάθια –corbeilles για τους φίλους. (Σκέψου λέει να κάνει ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις η Εφορία: λογικά, η φοροδιαφυγή εκεί θα καλύπτει μισθούς και συντάξεις δύο μηνών στο χαλαρότατο.)

¾ Στην Κηφισιά, νεαροί καταναλωτές διανυκτέρευσαν σε sleeping bags έξω από κατάστημα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα επώνυμο ζευγάρι παπούτσια στην εξευτελιστική τιμή των 200 ευρώ. Κάποιος μάλιστα δήλωσε στους δημοσιογράφους:

«Θα μπορούσα να διανύσω χιλιόμετρα περπατώντας, να μείνω στην έρημο χωρίς νερό, να ποδοπατηθώ και να πληρώσω όσο όσο, αρκεί να τα αγοράσω».

Ετσι, παλικάρι μου! Για το παπούτσι, ρε γαμώτο!

Τι κοινό έχουν οι «παπουτσωμένοι κάτι» του εμπορικού καταστήματος με τους «παπουτσωμένους τίποτα» του λαϊκού καταστήματος; Προφανώς και οι δύο αυτές «φυλές» διακτινίστηκαν στη χώρα μας κατευθείαν από τον πλανήτη Κρυπτόν: είτε δεν έχουν πάρει χαμπάρι τις τραγωδίες της διπλανής πόρτας είτε τις έχουν πάρει χαμπάρι και τις γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια. Και στα καινούργια. Τα επώνυμα.

Κάποιοι από μας απεχθάνονται τα στερεότυπα: οι μαύροι είναι χορευτές, οι Σκωτσέζοι τσιγκούνηδες, οι Σπανιόλες φλογερές, οι Ελληνες φιλόξενοι, οι Σμυρνιές παστρικές, οι ξανθιές ηλίθιες και οι παχύσαρκοι καλόκαρδοι. Κι ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις, οι πολέμιοι των στερεοτύπων αναρωτιούνται: γιατί είναι απαραίτητα ανάλγητος ο θαμώνας με το σινιέ παπούτσι;

Συγγνώμη. Χίλια συγγνώμη, δεν μπορώ όμως να διανοηθώ πως αυτοί οι τύποι τη νύχτα «τσιφτετελιάζονται» φορώντας ακριβά πατούμενα και την ημέρα μαγειρεύουν για τους πρόσφυγες της Ειδομένης.

Κατανοητή και σεβαστή η ανοχή. Στην τελική, αν κάποιος εργάζεται τίμια και φορολογείται νόμιμα, δεν μας πέφτει λόγος πώς ξοδεύει τα λεφτά του. Στα μπουζούκια, στα παπούτσια, στα καζίνα, στα ξενύχτια, τα ποτά και τα ουίσκια που έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια, στις γκόμενες τις πρώην και τις επόμενες.

Και, ναι, είναι καλός άνθρωπος: δεν ληστεύει ηλικιωμένες, δεν βιάζει νεαρές, δεν βασανίζει κουτάβια, δεν κλέβει το παγκάρι της εκκλησίας. Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν, της Κηφισιάς ή του Παντελίδη –εξαντλεί την ευαισθησία του σε ένα «τς τς τς» μπροστά στην εικόνα του κακοποιημένου παιδιού ή του απελπισμένου αυτόχειρα. Κι από δω πάν’ κι οι άλλοι.

Στην Ελλάδα του 2016, μας τελειώσανε ψέματα, άλλοθι και ανοχές. Αλλο η ήρα, άλλο το στάρι, άλλο το ντάρι ντάρι στο γιαλό πετούν οι γλάροι. Σε χρόνια όπου οι αξίες επαναπροσδιορίζονται, «καλός άνθρωπος» είναι αυτός που ενεργεί. Αυτός που συμμετέχει. Αυτός που οργίζεται και μετατρέπει την οργή σε δράση. Που βγαίνει από τον δρόμο του για να βοηθήσει. Που παρακάμπτει τη βολή του για να στηρίξει. Με όποιον τρόπο ξέρει, με όποιον τρόπο μπορεί.

Εδώ, λοιπόν, δεν έχουμε να κάνουμε με στερεότυπα. Εχουμε να κάνουμε με απλά Μαθηματικά της Α’ Δημοτικού. 1+1=2. Ολα αυτά τα τυπάκια δεν είναι τα καρτούν μιας αταξικής κοινωνίας. Είναι άτομα με σάρκα και οστά. Και επιλογές. Κυρίως επιλογές. Σαφείς, ξεκάθαρες, συγκεκριμένες. Και αυτές ακριβώς οι επιλογές τους μιλάνε για λογαριασμό τους –παρέα με γαρδένιες και υποδήματα. Κι η γνώμη η δική μας στα παλιά τους τα παπούτσια.

Και τα καινούργια, τα επώνυμα.

ΥΓ: Στην τελική, υπάρχουν πολλών ειδών γαρίφαλα: Και του Παντελίδη. Και του Μπελογιάννη.