Τα τελευταία 20 χρόνια καταγράφεται μία σημαντική αναβάθμιση του οργανωμένου εγκλήματος: πλέον, ο ένας στους σαράντα κρατουμένους στις φυλακές έχει καταδικαστεί για κακούργημα.

Πολλοί από αυτούς ανήκουν σε συμμορίες –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κατάσταση στα σωφρονιστικά καταστήματα, όπου έχει χαθεί κάθε έλεγχος.

Είναι κοινό μυστικό ότι αρκετοί κρατούμενοι συνεχίζουν ανενόχλητοι την εγκληματική τους δράση μέσα από τις φυλακές –καθώς έχουν τη δυνατότητα επικοινωνίας με τα (κατά τα άλλα, απαγορευμένα) κινητά τηλέφωνα.

Παράλληλα, ο ανταγωνισμός των συμμοριών συνεχίζεται και μέσα στα σωφρονιστικά καταστήματα –μία τέτοια περίπτωση ήταν και η προχθεσινή συμπλοκή, με δύο νεκρούς, στις φυλακές Κορυδαλλού.

Τα σωφρονιστικά καταστήματα έχουν μεταβληθεί σε ένα είδος ασύλου για μία μερίδα κρατουμένων: οι ελλείψεις προσωπικού είναι μεν υπαρκτές, αλλά δεν αποτελούν την κύρια αιτία για τη διαιώνιση των κυκλωμάτων μέσα στις φυλακές.

Είναι ο υπερπληθυσμός που γιγαντώνει τα προβλήματα –και η πολιτεία πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν αρκούν οι αποσπασματικές (και ενίοτε φωτογραφικές) ρυθμίσεις για την αποσυμφόρησή τους, αφού συνεπάγονται και την αποφυλάκιση ανθρώπων που δεν παρέχουν τα εχέγγυα ότι δεν θα εγκληματήσουν ξανά.

Χρειάζονται νέες φυλακές, με σύγχρονα μέσα ασφαλείας –που θα διασφαλίζουν, για παράδειγμα, την ελεγχόμενη επικοινωνία των κρατουμένων. Η ευαισθησία της κυβέρνησης για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αυτονόητη. Αλλά είναι προφανές ότι όλοι οι κρατούμενοι πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα –και όχι να συνεχίζουν να κυριαρχούν οι συμμορίες.