Δεν ήταν η πρώτη φορά. Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ που επισκέφθηκε την περασμένη εβδομάδα τον Δημήτρη Κουφοντίνα στο νοσοκομείο δεν ήταν το πρώτο στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος που έδειχνε ενεργό ενδιαφέρον για τις συνθήκες κράτησης και νοσηλείας των κρατουμένων. Το γεγονός δε ότι λίγο μετά την επίσκεψή της ο Κουφοντίνας ανακοίνωσε ότι σταματάει την απεργία πείνας θα μπορούσε να αποδοθεί και στην τύχη.

Το πρωτοφανές ήταν άλλο: η σύγκρουση των συνιστωσών της 17Ν για χάρη του ΣΥΡΙΖΑ. Γιωτόπουλος και Τζωρτζάτος με ανοιχτή επιστολή τους ζητούσαν από τους απεργούς να αναγνωρίσουν ότι η κυβέρνηση έχει ήδη δώσει σε διαβούλευση νομοσχέδιο που ικανοποιεί τα κεντρικά τους αιτήματα. Πρόκειται για το νομοσχέδιο που η Ενωση Εισαγγελέων χαρακτηρίζει «ξένο με το ποινικό δόγμα» –εξαιτίας μεταξύ άλλων και του «α λα καρτ ανθρωπισμού» (υπέρ του Σάββα Ξηρού).

Ο Κουφοντίνας επείσθη για τις προθέσεις της κυβέρνησης, όχι όμως και οι κρατούμενοι για συμμετοχή στους Πυρήνες της Φωτιάς. Η νέα γενιά δεν έχει τα εργαλεία της παλιάς. Μόνο από το ιδίωμά της μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη δυσκολία της να ζυγίσει τη δράση της μέσα στα πολιτικά συμφραζόμενα.

Θα ήταν μια διαμάχη «οικογενειακή». Μια διαταραχή στη συμβιωτική σχέση της Αριστεράς με τους «Παλαιοημερολογίτες» της. Ομως, η αναμέτρηση προκαλεί ήδη μια ρουτίνα καταλήψεων και ανεμπόδιστων μπάχαλων.

Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι πια η τρομοκρατία. Οχι μόνο γιατί η ένοπλη βία έχει αντιμετωπιστεί αστυνομικά. Αλλά κυρίως γιατί έχει απομαγευτεί. Φρόντισαν να την απομυθοποιήσουν οι ήρωές της –όπως ο ίδιος ο Κουφοντίνας που ανέλαβε, ας πούμε, να συγγράψει το έπος της, παραδίδοντας αντί έπους ένα ανάγνωσμα «καουμπόικου» λυρισμού. Την απομυθοποίησε η κοινότοπη συνωμοσιολογία που σερβίρισε ως μανιφέστο ο Χριστόδουλος Ξηρός, προτού την αποτελειώσει και σημειολογικά με την πλατινέ του κόμη.

Το ζωντανό πρόβλημα είναι οι αντιεξουσιαστικές ομάδες που κάποτε υμνήθηκαν ως γέννημα της «εξέγερσης του Δεκέμβρη». Αυτές οι ομάδες δοκιμάζουν τα αριστερά αμορτισέρ της κυβέρνησης. Την προκαλούν όχι μόνο πολιτικά, αλλά και «επιχειρησιακά», διεκδικώντας κυριαρχία στον δημόσιο χώρο.

Η κυβερνητική άμυνα δεν χρειάζεται ανάλυση. Μέχρι στιγμής είναι σαφής. Κατευνασμός διά της αδράνειας –στη λογική ότι η ένταση πρέπει να αφεθεί να εκτονωθεί, χωρίς να δοθεί στους αντιεξουσιαστές η μάχη που επιζητούν. Στο κάτω κάτω για πόσο αντέχει κανείς να επαναστατεί εις βάρος μόνο παρκαρισμένων αυτοκινήτων;

Ακόμη κι αν υποθέσει κανείς ότι η τακτική της μη εμπλοκής αποδίδει –ακόμη κι αν δεν οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε αποχαλίνωση –δεν φαίνεται πώς η κυβέρνηση θα αποφύγει το κόστος. Η κοινωνική πλειοψηφία που τη στηρίζει δεν έχει τα ίδια αποθέματα ανοχής με τον ΣΥΡΙΖΑ.