Ας πάρουμε την πιο αθώα εκδοχή. Ας αγνοήσουμε τι έκανε ο Γιώργος Κατρούγκαλος λίγες ώρες πριν ή λίγες ημέρες μετά την υπουργοποίησή του.

Ο Κατρούγκαλος παραδέχεται ότι σε χρόνο που δεν υποψιαζόταν ότι τον περιμένει υπουργική μοίρα συνήπτε αυτά τα στερεότυπα συμφωνητικά. Τα συμφωνητικά όπου είναι γραμμένος ο όρος ότι ο εντολέας θα αποδώσει το 12% στον δικηγόρο, ακόμη και «σε περίπτωση νομοθετικής ή άλλης εξωδικαστικής ρύθμισης».

Ρωτάει ο αδαής: Γιατί κάποιος δηλώνει διατεθειμένος να πληρώσει τον δικηγόρο του, ακόμη και σε περίπτωση που στέρξει να τον δικαιώσει ο νομοθέτης; Η δικηγορική πιάτσα ξέρει ότι ο όρος δεν είναι παράλογος. Οι πελάτες –γιατί σε αυτές τις υποθέσεις οι προσφεύγοντες είναι πολλοί και εκπροσωπούνται ομαδικά –δεν πληρώνουν μόνο τις νομικές υπηρεσίες. Αγοράζουν και πολιτική επιρροή.

Οι δικηγόροι που αναλαμβάνουν μαζικά τέτοιες υποθέσεις δεν είναι απλώς δικηγόροι. Είναι λομπίστες. Στην περίπτωση Κατρούγκαλου το «λόμπιινγκ» πέτυχε 100%, αφού ο λομπίστας δεν περιορίζεται στο να επηρεάζει την εξουσία. Την ασκεί.

Βέβαια, ο αναπληρωτής υπουργός λέει ότι τα τελευταία χρόνια η δικηγορία για εκείνον δεν ήταν σκέτο επάγγελμα. Ηταν αντιμνημονιακός αγώνας. Δικαστικός πόλεμος κατά των μνημονιακών παραβιάσεων του Συντάγματος.

Η αλήθεια είναι ότι ο Κατρούγκαλος μπήκε στην πολιτική χάρη σε αυτήν την ιδεολογική χρήση του καταστατικού χάρτη. Δεν ήταν ο μόνος. Ο πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκει έχτισε το αφήγημά του πάνω στον ισχυρισμό ότι η περιστολή των κρατικών δαπανών –μισθολογική ή μη –δεν ήταν απλώς λάθος, νεοφιλελεύθερη, αντικοινωνική πολιτική. Ηταν παράνομη και αντισυνταγματική. Γι’ αυτό και η αντιπολίτευση νομιμοποιούνταν να καλεί σε πολιτική ανυπακοή.

Η εκστρατεία «αντισυνταγματοποίησης» της μνημονιακής λιτότητας φαίνεται ότι δεν τελείωσε στις εκλογές. Ιδίως αν πιστέψει κανείς ότι δίνονται εντολές ώστε το Δημόσιο να αναβάλει ή να μην εκπροσωπηθεί καν σε κάποιες εκκρεμείς δίκες.

Οπως και να έχει, αυτό που δείχνει το Κατρούγκαλος-γκέιτ είναι ότι τα οφέλη από αυτό το είδος νομικής αντιπολίτευσης μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να μην είναι μόνο πολιτικά.

Η κυβέρνηση διάλεξε να απαντήσει υπερασπιζόμενη το ηθικό της πλεονέκτημα. Πρόκειται για ένα πλεονέκτημα που έχουν επικαλεστεί για τον εαυτό τους σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις, υπολαμβάνοντας ότι οι δικοί τους ήταν σεμνότεροι και ταπεινότεροι –περίπου οντολογικά θωρακισμένοι απέναντι στην ανθρώπινη αδυναμία.

Αν αποφύγει κανείς την ηθικολογία, αν δει την πολιτικο-δικηγορική δράση του Κατρούγκαλου με κυνισμό, ο υπουργός δεν πρωτοτύπησε. Δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που αναρριχάται στην εξουσία υπερασπιζόμενος τη μία ή την άλλη συντεχνία. Η πρωτοτυπία του είναι ότι κατάφερε να συγχωνεύσει όλες τις σημασίες της πελατείας σε μία.