Κάθε ιστορία με δαίμονες έχει και αγγέλους. Στη σκοτεινή ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου οι δαίμονες κατοπτρίζονται στις εκατόν εβδομήντα τρεις σελίδες του εισαγγελικού πορίσματος που διαπιστώνει δράση εγκληματικής οργάνωσης στα υπόγεια του πρωταθλήματος. Στην άλλη, τη φωτεινότερη όψη της ποδοσφαιρικής Σικελίας, πρωταγωνιστεί η βλοσυρή μορφή του Αγγελου Αναστασιάδη.

Πιο ανησυχητική και από τις ίδιες τις κατηγορίες για το σύμπλεγμα παραγόντων, ανθυποπαραγόντων και διαιτητών είναι η υποδοχή της είδησης. Ολοι την άκουσαν γνέφοντας με συγκατάβαση. Κανείς δεν εξεπλάγη από μια ακόμη δικογραφία. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι σοκάρεται με ένα σύστημα που πια δεν είναι αφανές. Εχει τόσο εδραιωθεί που απλώνει τις αποφύσεις του σε κοινή θέα, μέχρι το προσκήνιο της δημόσιας ζωής.

Ο κόσμος που αναδύεται από τη δικαστική έρευνα έχει την μπάλα μόνο ως εργαλείο. Ως μηχανή πλουτισμού κι εξουσίας. Ο κόσμος του Αναστασιάδη είναι η μπάλα καθεαυτή. Το φωνακλάδικο πάθος του για το παιχνίδι, η φλόγα του για τη φανέλα, οι ανεπιτήδευτοι τρόποι του ανατρέχουν στις ερασιτεχνικές καταβολές του αθλήματος. Οταν τον ακούς να κράζει τους παίκτες του με την προσποιητή αυστηρότητα καλόκαρδου καραβανά, είναι σαν να ξαναβλέπεις το τόπι στην αλάνα. Αυτοί που στη διάρκεια του ματς αναθεματίζονται ως «πεθαμένοι», «γίδια», «γιαπιά», μετά τα ενενήντα λεπτά είναι ξανά, τρυφερότατα, «τα παιδιά».

Οχι, η συμβολή του Αναστασιάδη στο ποδοσφαιρικό φαινόμενο δεν εξαντλείται σε αυτό το παλαιοελλαδικό ρετρό. Δεν εξαντλείται στις τέσσερις – πέντε πλαστικές εικονίτσες που φιλάει με ευλάβεια πριν από το παιχνίδι. Η Παναγιά (πάντα με τον τόνο στη λήγουσα) μπορεί να είναι η «βασίλισσά» του, αλλά δεν τα αφήνει όλα στη χάρη της. Δουλεύει. Δουλεύει γαϊδουρινά.

Είναι ενδεικτικό ότι προχθές –μετά τον θρίαμβο επί του Ολυμπιακού –δεν άφησε τους παίκτες του να έρθουν σε επαφή με το μεθυσμένο πλήθος που τους περίμενε στο αεροδρόμιο Μακεδονία. Ξέρει από ένστικτο πόσο εύκολα μπορεί το συναίσθημα να εκτροχιάσει οποιαδήποτε ομαδική δουλειά στην Ελλάδα.

Εντάξει, ο Αναστασιάδης δεν υπηρετεί κανένα ευαγές σωματείο. Δουλεύει για μια ομάδα που, όπως όλες, έχει κι αυτή σημαδευτεί από την παθολογία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ομως, μέσα στα καταθλιπτικά συμφραζόμενα της συγκυρίας, αυτός ο τραχύς, διαρκώς συνοφρυωμένος εργάτης φαντάζει ως ανανεωτής. Ως εκείνος που θα μπορούσε περισσότερο να συντελέσει στο κλείσιμο του κύκλου της καθεστηκυίας μονοτονίας.

Είναι επικίνδυνο να προβάλλεις τα τεκταινόμενα της μπάλας στο γήπεδο της πολιτικής. Αλλά ο πειρασμός για τέτοιες παρομοιώσεις είναι μεγάλος. Πώς να μην ακούσεις ως πολιτική αλληγορία την ατάκα του Αναστασιάδη «πάντα ψάχναμε δικαιολογίες για να χάσουμε». Και πώς να μη φανταστείς ότι περιγράφει την κατάσταση του έθνους όταν χρησμοδοτεί: «Η Παναγιά θέλει να μας έχει στην τσίτα».