Ζόρικη πολύ του ανθρώπου η φύση.

Εκεί που βλέπω, ακούω ή «γκουγκλάρω» μία μία τις ειδήσεις, και πνίγομαι ανάμεσα στα ελικόπτερα του Καρατζαφέρη, στο αναιδές μειράκιον που με το χαμόγελο στα χείλη ανακοινώνει με περισσή χαρά «Αμέ. Εχουμε χούντα» μέχρι τον Κασιδιάρη με σορτσάκι και φανέλα ξεμπράτσωτη να φαίνεται ο αγκυλωτός σταυρός που έχει χτυπήσει τατού και μπινελικώνει ασύστολα τους συναδέλφους του, ασφυκτιώ έως θανάτου.

Αλλά είπαμε.

Ζόρικη του ανθρώπου η φύση.

Εκεί που έψαχνα την είδηση στο λάπτοπ και είχε αρχίσει να με πιάνει στα βρόχια του το Διαδίκτυο, και πήγαινε να με πνίξει. Καλά το λέει το τραγούδι

«αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς

κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει».

Αρχισε από το βάθος (ποιανού βάθος, δεν ξέρω. Από ένα βάθος) να ανεβαίνει μια εικόνα, στην αρχή θολή, μα όσο ανεβαίνει τόσο να γίνεται ζωντανή, κυμαίνουσα και τα κρυφά σημαίνουσα.

Σαν ροδόχρωη γάζα που αρχίζει το ξετύλιγμά της απ’ την αυγή τη ζωής κι έρχεται ώς το σήμερα να βρει τη ζωντανή πληγή, και με το άγγιγμά της το ιαματικό να απαλύνει τον άγουρο και γι’ αυτό άγριο πόνο.

Τι ήθελε και ήρθε; Κι από πού αυτή η μνήμη; Ποια ανασκαφή την έφερε στο φως;… Εχει πεθάνει αχάραγα η ΜπαμπΣοφή κι ήρθανε με τους φακούς, ασέληνη η νύχτα, και μας πήρανε με τη μητέρα μου να πάμε να την ξενυχτίσουμε. Τα βήματα απάνω στις μολόχες και κάτι αρβανίτικα ν’ ακούγονται στη νύχτα μοιρολόγια. Μετά θολώνει η εικόνα και με κρατάει η Θεία η Ρίνα η «Ειςκαιρόν» από το χέρι, βγαίνουμε απ’ το σπίτι της νεκρής και πάμε μέσα στο σκοτάδι και βρίσκουμε έξω απ’ το χωριό ένα τσαντίρι φωτισμένο. Σηκώνουμε τον μπερντέ και μέσα κόσμος, τσιγγάνες με παρδαλά μωρά κι ένας γύφτος κοντοδεμένος στο χρώμα τού χαλκού του καλογυαλισμένου απ’ τον ιδρώτα, όλοι ανακούρκουδα γύρω στη φωτιά, κι απάνω στη φωτιά ένα τηγάνι μαύρο τηγάνιζε πατάτες.

Πιο ‘κεί ένα βυζί κατάλευκο κι ένα μωρό να του ρουφάει τη ρόγα. Σηκώνεται ο άντρας, κάτι λένε με τη θεία Ρίνα «Ειςκαιρόν», κάτι μυστήριο, σημαντικό και απαραίτητο. Κάτι του δίνει, κάτι παίρνει και πάλι πίσω στο σπίτι με τη νεκρή και τα μοιρολόγια. Μοιρολογούν χωρίς να κλαίνε. Η μαμά μού δίνει μια φέτα πορτοκάλι. Εγώ κοιτάω ένα κερί που λιώνει, και κάνω πρόβα τα κάλαντα. «Σήμερα τα Φώτα και ο φωτισμός»…

… πάμε στο περιβόλι της Θείας της Μαλλιώς. Και πάλι νύχτα. Φωνές, γέλια και μια γριά με ζωντανή φωνή να τραγουδάει

«Δεν τα γιαντώ

δεν τα γιαντώ δυο πράματα

φτώχεια και γεροντάματα».

Μέσα στο πατητήρι να πατάνε τα σταφύλια, κορίτσια με τη φούστα φερμένη έναν γύρο και πιασμένη στη μέση, ίσα να φαίνεται το γόνατο και η αρχή της γάμπας να τρεμοπαίζει σαν κάτι να τη λαχταράει.

Αγόρια με τα παντελόνια σηκωμένα, να σφίγγει το μπατζάκι κάτω απ’ το μπούτι, που πάλλεται «σαν πέρδικα κλειστή στο παντελόνι».

Μια λάμπα Λουξ να αστράφτει όλος ο ντουνιάς και ξαφνικά να σβήνει.

Φωνές πνιχτές μες στο σκοτάδι. Γελάκια κι αναστεναγμοί. Μια κοπέλα με παίρνει στα χέρια και με σηκώνει ψηλά, λίγο και θα φθάσω στο φεγγάρι. Υστερα γελάει και μου ακουμπάει το πρόσωπο ανάμεσα στα στήθη της. Η αψιά μυρουδιά απ’ το μούστο; Απ’ το μπούστο με τα μεστά της τα βυζιά; Θέλω να χωθώ ανάμεσά τους μέχρι να πνιγώ, να μην έχω πια ανάσα.

Ο πατέρας μου με τραβάει απ’ τον κόρφο της και της μιλάει πρόστυχα. Εκείνη κοκκινίζει και του χαμογελάει.

Ανάβει πάλι η λάμπα η Λουξ. Σβήνει τη μνήμη.

Τι θέλαν νυχτιάτικα αυτές οι (πε)θαμμένες μου εικόνες;

Ποιο ελικόπτερο; Ή ποιο άλλο μέσο εξοπλιστικό πήραν και κάναν ένα τέτοιο μακρύ ταξίδι, και τι θέλουν να μου πουν; Σε ποια οφσόρ; ποιων νησιών έχω καταθέσει; και τι;

Το τραγούδι του Γκάτσου συνεχίζει ατέρμονα.

«Μονάχος βρες την άκρη της κλωστής

κι αν είσαι τυχερός

ξεκίνα πάλι».