Στην πόρτα ενός πλινθόκτιστου σπιτιού στην αγροτική περιοχή του Αλτο Αλέγκρε ντο Πινταρέ, στο φτωχικό κρατίδιο Μαρανάο, στα βόρεια της Βραζιλίας, ο τρίχρονος Λούκας παίζει με το άψυχο σώμα ενός πουλιού μαζί με τις αδελφές του, την εξάχρονη Λουντμίλα και την πεντάχρονη Μπρούνα. Η μητέρα τους, η 22χρονη Μαρία Ελιάνε ντα Σίλβα, φροντίζει το μικρότερο παιδί, ένα αγοράκι μόλις έξι μηνών, μέσα στο σπίτι. Ο πατέρας, ο Αντόνιλσον ντος Σάντος, κάνει ό,τι δουλειά βρει και καταφέρνει να κερδίζει περίπου 30 ρεάλ (9,5 ευρώ) την ημέρα. Οταν υπάρχει δουλειά πληρώνει 50 ρεάλ για το ενοίκιο του σπιτιού και για να αγοράσει τρόφιμα για τα παιδιά τους. Οταν δεν υπάρχει οι ημέρες περνούν με μοναδικό φαγητό ένα ζυμάρι που γίνεται από αλεύρι και νερό.

Αυτή η οικογένεια δεν είχε ποτέ μια αξιόπιστη πηγή εισοδήματος ούτε πρόσβαση στο Μπόλσα Φαμίλια (Οικογενειακή Τσέπη), το βασικό κοινωνικό πρόγραμμα της κυβέρνησης της Βραζιλίας που έχει στόχο να προσφέρει επιδόματα σε όσους ζουν στην απόλυτη ένδεια. Τα μέλη της οικογένειας ντα Σίλβα δεν έχουν ταυτότητες ή επίσημα χαρτιά, με τα οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν στο πρόγραμμα. Είναι αόρατοι για το κράτος και την κυβέρνηση μαζί με εκατομμύρια άλλους. Λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές της ερχόμενης Κυριακής ξεκίνησε το πρόγραμμα Ενεργή Αναζήτηση για να εντοπιστούν οι φτωχοί της αχανούς λατινοαμερικανικής χώρας των 200 εκατομμυρίων κατοίκων –όλοι εκείνοι που υπάρχουν χωρίς να υπάρχουν.

Το πρόγραμμα Μπόλσα Φαμίλια δημιουργήθηκε επί προέδρου Καρντόζο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και επεκτάθηκε επί Λούλα ντα Σίλβα που διετέλεσε πρόεδρος από το 2003 έως το 2010. Σήμερα περίπου 14 εκατομμύρια οικογένειες λαμβάνουν επιδόματα. Για τους περίπου 3,5 εκατομμύρια Βραζιλιάνους που ζουν στην απόλυτη φτώχεια οι δύο βασικές υποψήφιες των εκλογών της Κυριακής έχουν υποσχεθεί πολλά.

Στο Αλτο Αλέγκρε ντο Πινταρέ, το οποίο έχει περίπου 32.000 κατοίκους, έξι στους δέκα ανθρώπους ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Από αυτούς τους έξι οι τέσσερις ανήκουν σε οικογένειες των οποίων το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι μικρότερο των 70 ρεάλ (23 ευρώ) –ακραία, ακραία ένδεια. Οι επιλογές για απασχόληση είναι περιορισμένες. Υπάρχουν μόνο λίγα καταστήματα ή η επιλογή να δουλέψουν σε κάποιες μικρές αγροτικές εργασίες.

Εκτός από τη φτώχεια, όμως, χρειάζεται να αλλάξουν και οι πεποιθήσεις. «Πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή δεν δουλεύουν» λέει η υπουργός Κοινωνικής Ανάπτυξης Τερέζα Καμπέλο. Οι άποροι δεν θα ψηφίσουν στις προεδρικές εκλογές της Κυριακής. Για εκείνους θα αποφασίσουν όσοι έχουν μέσο εισόδημα και άνω. Και προς το παρόν θα παραμείνουν αόρατοι…