Ενας από τους ξένους ανταποκριτές των οποίων τα κείμενα έχω εκτιμήσει περισσότερο στη δουλειά μου, ο ισπανοσκωτσέζος Τζον Κάρλιν, διηγείται ότι ο πατέρας του (που ήταν Σκωτσέζος) μισούσε τον Τσόρτσιλ. Κι εκείνος μεγάλωσε μην μπορώντας να καταλάβει πώς ένας άνθρωπος που είχε πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την αρχή μέχρι το τέλος, και μάλιστα στην Αεροπορία για την οποία ο Τσόρτσιλ είχε πει την περίφημη φράση «Ποτέ στην ιστορία των ανθρωπίνων συγκρούσεων τόσο πολλοί δεν οφείλουν τόσο πολλά σε τόσο λίγους», πάθαινε αλλεργία και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του ηγέτη που ενέπνευσε τη νίκη κατά του Χίτλερ. Ευτυχώς πρόλαβε να τον ρωτήσει πριν πεθάνει.

Ο γέρος ανέπτυξε μία σειρά από λόγους. Ο Τσόρτσιλ ήταν ένας εγωπαθής που αν δεν ήταν ο πόλεμος, θα είχε μείνει στην Ιστορία ως ένας οπορτουνιστής που άλλαξε κόμμα δύο φορές. Προερχόταν από την αγγλική αριστοκρατία και έδειξε το μίσος του για την εργατική τάξη όταν έστειλε το 1910 τον στρατό για να καταστείλει μια απεργία των μεταλλωρύχων. Επιπλέον, ήταν ένας χασάπης: εκείνος έδωσε εντολή να βομβαρδιστεί η Δρέσδη το 1945, όταν ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 250.000 ανυπεράσπιστοι άμαχοι. Περισσότεροι κι από τη Χιροσίμα.

Και όμως, όπως γράφει στην «Ελ Παΐς», ο Κάρλιν είναι βέβαιος ότι αν ζούσε ο πατέρας του θα ψήφιζε ΟΧΙ στην ανεξαρτησία της Σκωτίας. Κι ας ήταν ο κλασικός Σκωτσέζος που δεν έπαυε να θυμίζει τις μεγάλες εφευρέσεις και ανακαλύψεις των ομοεθνών του (το τηλέφωνο, την τηλεόραση, το ραντάρ, την ατμομηχανή, το ποδήλατο, την πενικιλίνη, το γκολφ). Γιατί; Επειδή ήταν ένας πατριώτης που υπερηφανευόταν για τη γη του, την ιστορία του και τον πολιτισμό του, όχι ένας εθνικιστής που όριζε την ταυτότητά του με βάση τον ανταγωνισμό προς τον γείτονα και την αυταπάτη ότι ο δικός του λαός είναι καλός και γενναιόδωρος, ενώ ο άλλος τοξικός και ξενόφοβος. Επειδή έβλεπε τη σχέση της Σκωτίας με την Αγγλία όχι ως ένα γάμο, που μπορεί πάντα να διαλυθεί, αλλά ως δεσμό μεταξύ αδελφών που είναι ακατάλυτος. Μπορεί να τσακώνεσαι με τον αδελφό σου, αλλά δεν παύεις να τον αγαπάς.

Το λάθος των υποστηρικτών του ΝΑΙ, και κυρίως των νέων, είναι ακριβώς αυτό: ότι πιστεύουν στις «καθαρές» λύσεις. Οπως πιστεύουν και στα θαύματα. Γι’ αυτούς, η περιπέτεια της ανεξαρτησίας μοιάζει με ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, όπου αρκεί να είσαι επιδέξιος και γρήγορος για να κερδίσεις. Θέλουν να αποκλείσουν, όχι να συνθέσουν. Εχουν το προνόμιο να διαθέτουν δύο εθνικότητες στην τιμή της μιας και είναι έτοιμοι να το αποκηρύξουν για να αποδείξουν ότι μπορούν και μόνοι τους.

Αυτή τη σύγχυση μεταξύ πατριωτισμού και εθνικισμού μπορεί να την πληρώσει ακριβά η Ευρώπη.