Στον ελλαδικό χώρο, είναι γνωστό, έχει παραχθεί περισσότερη ιστορία απ’ όση μπορούμε να καταναλώσουμε. Ισως, λοιπόν, επειδή υπάρχει περίσσευμα, συνηθίζεται να ασχολούνται οι πάντες με την υποτίθεται ορθή αντίληψη για τα γεγονότα του παρελθόντος, που συνήθως ταυτίζεται με την κυρίαρχη αντίληψη της πολιτικής για το παρόν και το μέλλον της χώρας. Γι’ αυτό και γίνεται λόγος για εθνική ιστορία. Σε τι διαφέρει η εθνική ιστορία από την επιστημονική προσέγγισή της; Ως εθνική είναι παγιωμένη σε σχήματα και χρησιμεύει για να επιβεβαιώσει τη σημερινή ταυτότητά μας. Ως επιστήμη, αντίθετα, είναι ανοιχτή στην ερμηνεία των δεδομένων της έρευνας και της μελέτης των γεγονότων.

Φυσικά, επειδή τίποτα δεν παραμένει αιωνίως ακίνητο, τα πράγματα εξελίσσονται. Η κυρίαρχη, η εθνική αντίληψη, π.χ., για την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση των αρχών του 20ού αιώνα δεν ταυτίζεται με την αντίληψη της δικής μας εποχής. Κι αυτό, προφανώς, δεν οφείλεται μόνο στο ότι άλλαξαν οι εποχές ή ότι ηττήθηκε η Μεγάλη Ιδέα ή ότι η κατεύθυνση της ελληνικής πολιτείας μετά τη δικτατορία άφησε πίσω την εθνική εσωστρέφεια. Οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, και σε ορισμένους πρωτοπόρους της ιστορικής επιστήμης που, σε δύσκολους καιρούς, έβαλαν την επιστημονική έρευνα και τα συμπεράσματά της (τη μέθοδο και την κριτική) πριν από τη σκοπιμότητα. Ενας τέτοιος πρωτοπόρος ιστορικός είναι ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, που πέθανε στη θαυμαστή ηλικία των 102 χρόνων (έχοντας καταφέρει να διατηρήσει την οξυδέρκεια του πνεύματός του ώς το τέλος).

Με σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και, αργότερα, στη Σορβόννη, ο Σακελλαρίου, μέσα στη μεταξική δικτατορία, δημοσίευσε το βιβλίο «Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (1715-1821)», εργασία που έμελλε να αποβεί καθοριστική όχι μόνο για τη δική του δουλειά αλλά και για την ελληνική ιστοριογραφία. Στον αντίποδα τής κατά Παπαρρηγόπουλο ανάγνωσης της ιστορίας, στον αντίποδα δηλαδή της αντίληψης για την «τρισχιλιετή συνέχεια» του έθνους, ο Σακελλαρίου αντιπαρέβαλε μέσα από την έρευνά του μια καινοφανή για την εποχή ανάγνωση. Η επανάσταση δεν ήταν αποτέλεσμα ούτε του κλήρου ούτε της παιδείας ούτε κάποιας ήδη διαμορφωμένης εθνικής συνείδησης. Η επανάσταση ήταν αποτέλεσμα του οικονομικού παράγοντα. Την υποκίνησε, δηλαδή, πρωτίστως το συμφέρον όσων τη χρηματοδότησαν και όσων συμμετείχαν, και τα υπόλοιπα ακολούθησαν.

Προφανώς, οι απόψεις του εκείνες επικρίθηκαν και ο ίδιος βρέθηκε να αντιμετωπίζει τις κατηγορίες του μαρξιστή και του αντιπάλου του έθνους. Αντιπαρήλθε τις κατηγορίες και τις διώξεις με τη μέθοδο, τη σκληρή δουλειά και την προσήλωση στον στόχο: να διαλύσει τους μύθους της εθνικοφροσύνης που ήταν αχρείαστοι στο έθνος. Του οφείλουν πολλά όσοι δεν θέλουν να ζουν με ψέματα.