Ο,τι έπαθα προχθές στο «παραδοσιακό πανηγύρι» ενός χωριού, όπου «παράδοση» και τυπική περιφρόνηση στοιχειωδών κανόνων συμβίωσης συμβαδίζουν, δυστυχώς θα μπορούσα να το πάθω ακόμα και σε μικρότερες κοινότητες, ακόμα και σε κοινότητες που κατά τα άλλα επικαλούνται την εναλλακτική κατεύθυνσή τους. Μια που, σχεδόν Δεκαπενταύγουστο, ζούμε σε μεγάλο βαθμό σε κλίμα διακοπών, επιτρέψτε μου να σας περιγράψω μια λίγο παλιότερη ταλαιπωρία μου σε μια παραλία στο επίκεντρο της «εναλλακτικής» κουλτούρας του κάμπινγκ.

Βρίσκομαι λοιπόν στο παρελθόν, σε φοβερό και τρομερό εναλλακτικό οργανωμένο κάμπινγκ, όπου έρχονται «ψαγμένα άτομα», από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι εγκαταστάσεις είναι εξαιρετικές, η παραλία τεράστια, αμμώδης και καταγάλανη κι ο κόσμος πολύς, ως επί το πλείστον νέες και νέοι, κι εσύ αφήνεσαι στη χαλάρωση που η περίσταση επιβάλλει. Στήνοντας τη σκηνή σου, πάντως, παρατηρείς τη μικρή παρέα στο πλάι που ήδη έχει στήσει τις δικές της σκηνές και τώρα απολαμβάνει την ξεκούραση γύρω από ένα μηχάνημα που παίζει μουσική.

–Γεια σας, τι μουσική είναι αυτή; ρωτώ.

–Σαϊκεντέλικ τέκνο. Σου αρέσει;

–Προφανώς…

Με τη δική μου παρέα πηγαίνουμε στη θάλασσα, στο εστιατόριο, πίνουμε στο μπαρ και όταν, σχεδόν μεσάνυχτα, πάμε για ύπνο, η σαϊκεντέλικ τέκνο έχει μεγαλώσει. Ενα ολόκληρο τετράγωνο, εκατοντάδες παραθεριστές, δεν μπορούν να κοιμηθούν αλλά δεν τολμούν και να μιλήσουν. Κάποιος όμως πρέπει να το κάνει. Μία ώρα μετά τη λήξη της κοινής ησυχίας, αυτός είμαι εγώ. Τους παρακαλώ να σέβονται τους γύρω τους και την κοινή ησυχία. «Αμα θέλεις κοινή ησυχία να πας στο διαμέρισμά σου» είναι η απάντηση. Αλλά επειδή είμαι πολύ επίμονος, ύστερα από κανενός μισάωρου αψιμαχία, το κλείνουν. Κι εδώ, στην ησυχία που περιμένω, καταλαβαίνω την ήττα μου. Διότι από την ώρα που κλείνει η σαϊκεντέλικ τέκνο αρχίζουν να κελαϊδάνε τα στόματα. Συζητάνε τα πάντα, με κυριότερο θέμα πώς ένας Πάρις στην παρέα, ο ντι τζέι, θέλει να γράψει τη λειτουργία σε σαϊκεντέλικ βερσιόν και πώς ήρθαν οι ξένοι και του πήραν, του ντι τζέι, τη δουλειά. «Πάω τριάντα χρονώ, και ζήτημα να έχω πενήντα ένσημα» λέει. Τότε, κατά τις τέσσερις το ξημέρωμα, χτυπάει στο σώμα μου ακόμα μια φορά η φλέβα της εξέγερσης.

–Και τέτοιος μπιπ που είσαι, μέχρι να πεθάνεις άλλα πενήντα δεν θα κολλήσεις του φωνάζω από τη σκηνή.

Γίνεται χαμός, σύρραξη και η διεύθυνση του κάμπινγκ πετάει με τις κλωτσιές τους σαϊκεντέλικ. Η επόμενη ημέρα είναι κουρασμένη και νυσταγμένη, αλλά γαλήνια. Οταν όμως, ύστερα από ώρες κολύμπι, κάνω ένα ντους και πηγαίνω στη σκηνή, βλέπω ένα παλικαράκι να στήνει τη σκηνή του εκεί όπου ήταν χθες οι ταραξίες. Εχει ένα κομπιούτερ που παίζει μια μουσική.

–Σαϊκεντέλικ τέκνο; ρωτώ.

–Σαϊκεντέλικ τρανς απαντά. Σ’ αρέσει;

Μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει. Γι’ αυτό, άλλωστε, τα μαζεύω και φεύγω τρέχοντας.