Ο νέος έλληνας επίτροπος, Δημήτρης Αβραμόπουλος, συμβολίζει ιδιαίτερα την πάγια αντίληψη της Ελλάδας για την Ευρώπη και τη συμβολή της σ’ αυτή. Μη γελιόμαστε, είναι προφανές ότι η Ευρώπη ήταν πάντα κάτι που δεν το σκεφτήκαμε αυτοδυνάμως, κάθε άλλο. Τη Μεταπολίτευση, η Ευρώπη, όπως τουλάχιστον την οραματίστηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ήταν ο ευρύς πολιτικός χώρος που θα συνέβαλλε στον εξορθολογισμό του κράτους, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. «Ανήκομεν εις την Δύσιν» ήταν το σύνθημα του Καραμανλή, αλλά το δέλεαρ ήταν η φαντασίωση της εξομοίωσης της χώρας με τη δυτική «κανονικότητα». Γι’ αυτό και η αθώα σάτιρα της εποχής, πολύ συχνά, σύγκρινε έναν φολκλορίστικο έλληνα φουστανελά με τον δανδή Ευρωπαίο με τα κοστούμια.

Ο ετεροκαθορισμός συνεχίστηκε. Αργότερα, τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής βοήθειας της Ευρώπης για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών δομών, εμείς ισοπεδώναμε την πολιτική προσωπικότητα Ντελόρ με τα περίφημα πακέτα του. Το πακέτο Ντελόρ, λέγαμε, κι ύστερα κάναμε ό,τι πολύ εύστοχα σατίρισε ο Σωτήρης Γκορίτσας στο «Μπραζιλέιρο»: προσπαθούσαμε να κοροϊδέψουμε τους «κουτόφραγκους», να χρησιμοποιήσουμε για τη δική μας αντίληψη της ανάπτυξης τα «πακέτα Ντελόρ».

Τα ίδια έγιναν και στη συνέχεια. Κι η Ευρώπη, θες γιατί θεωρούσαν την Ελλάδα παρωνυχίδα σε ό,τι χτιζόταν, θες γιατί τους αρκούσε το brand name των κλασικών χρόνων, της δημοκρατίας, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η νεωτερικότητα, ανέχθηκε αυτή την αδυναμία ανταπόδοσης. Η Ελλάδα ήταν για πολλά χρόνια μια ιδιαίτερη περίπτωση στο πλαίσιο της ΕΟΚ και, αργότερα, της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που αντιμετωπίστηκε με μακαριότητα και από τους Ελληνες και από τους Ευρωπαίους. Χρειάστηκε η αποκάλυψη των greek statistics για να καταλάβουν στις Βρυξέλλες και να αισθανθούμε κι εμείς ότι αυτό που είχε χτιστεί ήταν μια ολέθρια σχέση, που κάποια στιγμή δεν θα άντεχε.

Υποτίθεται ότι η ελληνική χρεοκοπία άλλαξε τα πράγματα. Ακόμα και για λόγους εθνικού συμφέροντος, δηλαδή, θα περίμενε κανείς η Ελλάδα, σήμερα, να έκανε προσπάθειες για αυτό που έχει αποκληθεί «περισσότερη Ευρώπη». Το ζήτημα του ελληνικού χρέους, π.χ., θα τύχαινε διαφορετικής αντιμετώπισης σε μια περισσότερο ομοσπονδιακή Ευρώπη, την ευθύνη της οικονομικής σύγκλισης της οποίας θα είχαν οι κεντρικές οικονομικές δομές. Αλλά για να γίνει αυτό, η χώρα όφειλε να στείλει ένα πρόσωπο ευρύτερα αποδεκτό στην Ευρώπη, ένα πρόσωπο με πολιτική εμβέλεια, που εκτός των άλλων θα συμβόλιζε την εξωστρεφή αλλαγή της χώρας.

Αντ’ αυτής της επιλογής, η κυβέρνηση, Σαμαράς και Βενιζέλος δηλαδή, επέλεξαν να ασχοληθούν με το εγχώριο εσωκομματικό παιχνίδι. Επέλεξαν να λύσουν τα μικρά προβλήματά τους, τα εσωκομματικά και τα προσωπικά τους, στέλνοντας στην Ευρώπη τον εκπρόσωπο του υπερβατικού Κέντρου: ένα πρόσωπο για το οποίο η πολιτική αρχίζει και τελειώνει στην τελετουργία της δημόσιας παράστασης.

Η Ελλάδα στερήθηκε και η Ευρώπη κέρδισε ένα φλουρί κωνσταντινάτο. Η Ελλάδα, επίσης, στερήθηκε τη δυνατότητα να δείξει, έστω συμβολικά, την απόφαση για περισσότερη Ευρώπη, ως συστατικό στοιχείο της εξόδου από αυτό το πολιτικό τέλμα στο οποίο συνεχίζουμε να τσαλαβουτάμε.