Είναι μύθος ότι η Ελλάδα δεν παράγει ανταγωνιστικά προϊόντα προς εξαγωγή, τα οποία με την κατάλληλη στρατηγική θα μπορούσαν επιτέλους να συμβάλουν στην περιπόθητη ανάπτυξη. Παράγει, και πολλά μάλιστα. Υπάρχουν τομείς στους οποίους η επινοητικότητα του έθνους δεν κρύβεται. Ενας τέτοιος τομέας, ανεξάντλητος και επινοητικότατος, έχει να κάνει με την παραγωγή σε μεγάλες ποσότητες ελληνικού κιτς (προϊόν με ονομασία προέλευσης, ΠΟΠ).

Είναι πολλών ειδών το κιτς που παράγεται στη χώρα μας, αλλά τα πιο ισχυρά προϊόντα του σχετίζονται με τη λαϊκή πρόσληψη της λεγόμενης εθνικής ιδεολογίας μας. Τα αισθητικά χαρακτηριστικά των προϊόντων αυτών διαμορφώθηκαν στη χούντα, στις τελετές Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων. Τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά τους είναι πασίγνωστα: είμαστε ένας λαός με καταγωγή τριών χιλιάδων χρόνων, εμείς δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού στον δυτικό κόσμο και κατ’ επέκταση στην ανθρωπότητα, είμαστε λαός ηρώων, είμαστε λαός αδικαίωτος. Πάνω σε αυτές τις αυθαίρετες παραδοχές έχει χτισθεί ένα αισθητικό σύμπαν, την εμπορική διάσταση του οποίου κατανόησε μόνο ο κινηματογραφικός παραγωγός Τζαίημς Πάρις, που ήρθε από την Αμερική για να φτιάξει το ελληνικό Χόλιγουντ. Και θα τα κατάφερνε αν ο ερχομός του δεν ήταν καθυστερημένος, αν δηλαδή δεν ήταν η εποχή ανάπτυξης της ελληνικής τηλεόρασης, που του πήρε τους πελάτες.

Ωστόσο, το πνεύμα που εσπάρη εκείνη την εποχή κάρπισε και με το παραπάνω στη Μεταπολίτευση. Αναμείχθηκε και με τα μεγάλα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα για να δώσει πολύ εμπνευσμένα αποτελέσματα –ιδίως στα μεγάλα συλλαλητήρια των αρχών της δεκαετίας του 1990 για το Μακεδονικό, στις «λαοσυνάξεις» του Χριστόδουλου αλλά και στην Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας. Ομως και σε «μικρότερες φόρμες», το ελληνοπρεπές κιτς έχει εξαιρετικά δείγματα γραφής ακόμα και την εποχή της χρεοκοπίας. Οι συνδικαλοπατέρες που ντύθηκαν γερμανοί Ναζί για να υποδεχθούν τη Μέρκελ, π.χ., θα μπορούσαν να έχουν βγει από το βεστιάριο των «Τελευταίων του Ρούπελ» με τον Κώστα Πρέκα.

Υπέροχα κιτς ήταν και η προχθεσινή επίσκεψη έξι κυριών οι οποίες ντυμένες με λευκούς ποδήρεις χιτώνες, σαν ξεβαμμένες Καρυάτιδες, πήγαν να συναντήσουν την ξενιτεμένη αδερφή τους, που είναι μόνη στο Βρετανικό Μουσείο. Φωτογραφίστηκαν μέσα κι έξω από το Μουσείο, αλλά πήγαν και στο πάρκο, παραδίπλα για να τις δουν όχι μόνο οι φιλότεχνοι αλλά και οι περαστικοί.

Αχ, τι περήφανος εθνικός ακτιβισμός είναι αυτός. Και πόσο εύκολα θα γινόταν παγκόσμια τάση, εισφέροντας στο εθνικό εισόδημα περισσότερο και από τη φέτα ή το γιαούρτι. Μήπως ο νέος υπουργός Πολιτισμού Κώστας Τασούλας χρειάζεται να επενδύσει στην παραγωγή και την εξαγωγή γνήσιου, ανόθευτου, αθάνατου ελληνικού κιτς;