Τώρα αυτό ήταν ωραία εικόνα; Να παρελαύνουν οι μαθητές και οι μαθήτριες στο Σύνταγμα, στο κέντρο της Αθήνας, μπροστά σε ένα κοινό που έχει έρθει με προσκλήσεις, ένα κοινό που το φυλάνε ματατζήδες; Αλλά να μην μπορούν να τους δουν οι γονείς τους, να καμαρώσουν την κορμοστασιά τους, τα νιάτα τους, ό,τι τέλος πάντων εκπροσωπεί καθένας και καθεμιά στα προσωπικά όνειρα των δικών τους και στο συλλογικό όνειρο για τους νέους και τις νέες;

Δεν είναι ωραία εικόνα καν για την πολιτική ηγεσία, που στην παρέλαση βλέπει μιλιταριστικούς συμβολισμούς (και γι’ αυτό ξοδεύεται ένα μέρος του πρωτογενούς πλεονάσματος, προκειμένου να πετάξουν αεροπλάνα και να κάνουν μερικά μέτρα στο Κέντρο τανκς). Για κανέναν δεν είναι ωραία εικόνα. Διότι δείχνει μια κοινωνία σε διχασμό. Μια κοινωνία τμήματα της οποίας επιχειρούν, ενδεχομένως με «τσαμπουκά», να οικειοποιηθούν τον εορτασμό μιας επετείου, να τον προσαρμόσουν στα μέτρα τους, δεν είναι κανονική κοινωνία. Και αυτό είναι πρόβλημα που ξεπερνά το όποιο νόημα της όποιας παρέλασης.

Η αλήθεια είναι ότι φέτος τα πράγματα ήταν καλύτερα από πέρυσι και πολύ καλύτερα από πρόπερσι. Απείρως καλύτερα δε ήταν από τις 28 Οκτωβρίου 2011, όταν στη Θεσσαλονίκη έγινε περίπου ανταρσία ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πολιτική σταθερότητα περιθωριοποιεί τον «τσαμπουκά». Ο πόλεμος για την οικειοποίηση της ιστορικής μνήμης επιστρέφει στον φανατισμό των τηλεπαραθύρων και μετατρέπεται σε κάτι που έρχεται από τα παλιά: αντιμαχόμενες σχολές ερμηνείας της Ιστορίας ερίζουν δημοσίως για το νόημα, συχνά μάλιστα ερήμην των πραγματικών προβληματισμών στην Ιστορία. Θέλω να πω ότι ναι μεν το βιβλίο του Αγγέλου αποκλείει ρητώς, ως μύθο, την ύπαρξη Κρυφού Σχολειού, αλλά στην κοινότητα των ιστορικών, με τους πολλούς νέους προβληματισμούς που στο μεταξύ έχουν εισέλθει στη συζήτηση, φαντάζει ρετρό.

Εκεί έγκειται και το πρόβλημα. Ενώ σε θεσμικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο η πίεση στη χώρα, όχι μόνο από τους εταίρους και δανειστές αλλά και από τα πράγματα, για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις συνεχίζεται, στο πεδίο των συμβολισμών επιστρέφουμε δριμύτατοι σε ό,τι ξέραμε: στην παγιωμένη ιδέα περί εθνικής μνήμης της εθνικοφροσύνης ή και του εθνικολαϊκισμού –οι διαφορές είναι ελάχιστες. Η κρίση δεν μας έδωσε την ευκαιρία αναθεώρησης των κλισέ, έστω αντικατάστασής τους με νέα κλισέ, πιο σύγχρονα.

Και μέσα στη σύγχυση, χάθηκε η ευκαιρία, η παρέλαση όχι να καταργηθεί (κάτι που θα προϋπέθετε αβέβαιης έκβασης ιδεολογική σύγκρουση) αλλά να αλλάξει περιεχόμενο. Να μετατραπεί, δηλαδή, από μιλιταριστικός συμβολισμός σε έκθεση της ζωηράδας, του δυναμισμού, της ωραιότητας των νέων –σε γιορτή της νεότητας.

Δεν πειράζει, άλλωστε το μέλλον διαρκεί πολύ.