Το κυριότερο ερώτημα που θέτει κανείς αυθορμήτως στον εαυτό του διαβάζοντας το βιβλίο της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη «Η Ελλάδα που αγαπήσαμε – Η Ελλάδα που αγαπούμε» είναι αν το βιβλίο έχει γραφεί μόνο για Ελληνες ή έχει γραφεί και για ξένους. Αφού ο κάπως απολογητικός του τίτλος μπορεί και να σημαίνει ότι παρά τα όσα υπήρχαν κάποτε στην Ελλάδα αλλά έχουν πάψει στο μεταξύ να ισχύουν, εμείς οι Ελληνες συνεχίζουμε να την αγαπούμε. Με άλλα λόγια μια άλλη εκδοχή του στίχου του Γιώργου Σεφέρη «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» (χωρίς να αφορά κανέναν σοβαρό άνθρωπο η κακότροπη μεταποίησή του από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο). Με την έννοια ότι ο στίχος του Σεφέρη αναφέρεται σε μια αιμορραγούσα πληγή χάρη στη μνήμη ενός σπουδαίου και μοναδικού συμβάντος που στοιχειώνει ή τουλάχιστον στοίχειωνε το σύνολο του ελληνικού χώρου, σε σχέση με τον τίτλο του βιβλίου της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη όπου καταχρηστικά συνεχίζουμε να αγαπάμε μια Ελλάδα που εξακολουθεί να πληγώνει όχι λόγω μιας βαρύτιμης παρουσίας αλλά μιας οδυνηρής απουσίας.

Συνεχής επιστροφή

Ισως να επικοινωνούσαμε καλύτερα με το, έτσι ή αλλιώς, θαυμάσια αρμοσμένο υλικό ενός βιβλίου, που με την άνεση μιας ευφρόσυνης δρασκελιάς καλύπτει αποστάσεις από την Ανατολική Θράκη ώς την Κρήτη και από την Ιθάκη ώς την Κάρπαθο (με ενδιάμεσους σταθμούς την Αμφισσα, τα Μετέωρα, τη Σαλαμίνα, το Γύθειο, τη Σύμη και πολλούς άλλους), αν σκεφτόμασταν τι εντύπωση θα μας έκανε ένα βιβλίο που θα είχε για τίτλο «Τα Πυρηναία που αγαπήσαμε – Τα Πυρηναία που αγαπούμε» ή «Η Ουγκάντα που αγαπήσαμε – Η Ουγκάντα που αγαπούμε». Θα αναρωτιόμασταν ασφαλώς τι είναι αυτό που θα έκανε –χωρίς να λογαριάζει κανείς ως υποδεέστερη οποιαδήποτε περιοχή του πλανήτη –να μην εξακολουθείς να αγαπάς όσο αγαπούσες τα Πυρηναία ή την Ουγκάντα, ενώ ένας τίτλος όπως «Η Συρία που αγαπούσαμε – Η Συρία που αγαπούμε» θα οριοθετούσε αυτόματα την ύπαρξη ενός πολιτισμού που, αν και άνθησε κάποτε, έχει περιέλθει σε δοκιμασία.

Κάτι εξαιρετικά εμφανές στο βιβλίο της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη καθώς δεν την ενδιέφερε να συνθέσει ένα ανυποψίαστα ζωηρό ή συμβατικά περιγραφικό ταξιδιωτικό, με αποτέλεσμα με την υπόμνηση του τι έχει χαθεί, κυρίως όσον αφορά το ανθρωπολογικό στοιχείο «σεσημασμένων» περιοχών της χώρας μας, το «Η Ελλάδα που αγαπήσαμε – Η Ελλάδα που αγαπούμε» να λειτουργεί και ως ένα είδος κιβωτού προκειμένου να μη χαθούν ακόμη περισσότερα. Αν και η συνεχής επιστροφή μέσα μας, ενώ διαβάζουμε, μιας περίφημης φράσης που όμως έχει γίνει λίγο κοινόχρηστη τα τελευταία χρόνια και είναι «Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτή που ήταν» (τίτλος επίσης ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου της γαλλίδας ηθοποιού Σιμόν Σινιορέ), σε κάνει να αναρωτιέσαι μήπως τελικά δεν είναι οι τόποι που παρακμάζουν αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι, αφού η αναπόφευκτη δική τους αλλαγή γίνεται λιγότερο οδυνηρή αν ταυτιστεί με τρομακτικές –υποτίθεται –αλλαγές και στον κοινωνικό και, κυρίως, στον φυσικό χώρο.

Αναπόφευκτη σύγκριση

Γραμμένα τα κείμενα του ταξιδιωτικού βιβλίου της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη μέσα σε πενήντα χρόνια (από το 1965 ώς το 2015, με τον κάθε χρόνο να συνδυάζεται με μια μόνο περιοχή της νησιωτικής και παραθαλάσσιας Ελλάδας, ή της ενδοχώρας της) γίνονται ακόμα πολυτιμότερα αν τα διαβάσεις ταυτόχρονα με τις ταξιδιωτικές σελίδες συγγραφέων όπως ο Κώστας Ουράνης, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Αλκης Θρύλος, ο Πέτρος Γλέζος, ο Γιάννης Σφακιανάκης και ο Πέτρος Χάρης. Καθώς από την αναπόφευκτη σύγκριση των δεκαετιών του ’20, του ’30, του ’40 και του ’50 μέσα στις οποίες έχουν γραφεί τα κείμενα των συγγραφέων αυτών με τις δεκαετίες των κειμένων της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη προκύπτει κάτι εξαιρετικά πολύτιμο και σχεδόν απίστευτο. Η τηλεόραση –με την οποία συνοδοιπορεί η πενηντακονταετία της Μεγάλου-Σεφεριάδη –είναι σαν να μην έχει υπάρξει, αφού όσο άπληστα διαβάζεις τις σελίδες του Κώστα Ουράνη για τη Μονεμβασιά ή του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου για το Πήλιο, με την ίδια ορμή επικοινωνείς με την Πάρο και τη Λέσβο της δημιουργού του μυθιστορήματος «Ο δρόμος είναι η χαρά» –δυο νησιά δηλαδή που η τηλεόραση τα έχει κατασπαράξει.

Ακόμη και αν η πρόθεση της Μεγάλου-Σεφεριάδη ήταν να συγκροτήσει με το ταξιδιωτικό της βιβλίο έναν χώρο όπου να μπορεί να «επικοινωνεί» ανά πάσα στιγμή με τις αναμνήσεις της, ή της το ενέπνευσε η συγκινητική σκέψη για ένα άμεσο και χειροπιαστό κληροδότημα στους οικείους της, ή τέλος της το προκάλεσε η ανάγκη να αλαφρώσει τα συρτάρια της, το αποτέλεσμα είναι έμμεσα αλλά σαφέστατα να υμνείται ο Ελύτης με τον στίχο του «Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας».

Βεβαίως τίποτε δεν αποκλείει να αναγνωρίσει κανείς μια τελείως διαφορετική εκδοχή του τίτλου «Η Ελλάδα που αγαπήσαμε – Η Ελλάδα που αγαπούμε» και αυτή η άλλη εκδοχή να κριθεί πολύ πιο καίρια όσον αφορά την ερμηνεία του τίτλου, ότι δηλαδή τίποτα δεν έχει χαθεί, τίποτα δεν έχει αλλάξει και η Ελλάδα που αγαπούμε συνεχίζει να είναι ίδια και απαράλλακτη με την Ελλάδα που αγαπήσαμε. Αφού κουβαλάμε εμείς οι ίδιοι αναλλοίωτα μέσα μας όσα, ακόμη κι αν έχουν χαθεί, υπήρξαν κάποτε ζωντανά και δραστήρια, ενώ ο φυσικός χώρος που κουβαλάει το αποτυπωμένο πάνω του χνάρι τους παραμένει πάντα συγκλονιστικά ίδιος. Υποθέτουμε αυτήν την άλλη εκδοχή καθώς η εξήγηση της αλλαγής και της απώλειας δεν συνάδει με το κυριότερο χαρακτηριστικό της Μεγάλου-Σεφεριάδη.

Με κατσικίσιο νήμα

Η ετυμολογία λόγου χάρη της λέξης «άγαλμα» να συνυπάρχει αρμονικά με την πληροφορία για το βυζαντινό κάστρο στον λόφο του Καλέ –στη Θράκη –όπου κατέφυγε πληγωμένος ο συναυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγος μετά την ήττα του από τους Καταλανούς το 1305. Αλλά και την ετυμολογία και την πληροφορία να τις αισθάνεσαι να κορυφώνονται ως δομικό υλικό των κειμένων χάρη στην κουβέντα ενός Ελληνα που είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, και στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σε μια μονάδα πεστροφοκαλλιέργειας που είχε δημιουργήσει με έναν φίλο του κοντά στον Αγγίτη ποταμό εξομολογιόταν: «Οταν ξενιτεύτηκα, η γιαγιά μου ήθελε σταυρό να μου δώσει για φυλαχτό, μα δεν είχε. Εφτιαξε τότε έναν μ’ αυτά εδώ τα καλάμια, που ακόμα φυτρώνουν στο ποτάμι, και μου τον πέρασε στον λαιμό. Για να μην με κόβει, τον τύλιξε με κατσικίσιο νήμα».

Αυτή η έλλειψη δισταγμού της Μεγάλου-Σεφεριάδη να συνδυάζει, σαν να είναι το φυσιολογικότερο πράγμα, το «Λημνιό» κρασί με το παλαιότερο κτίσμα της Νικόπολης, το Μνημείο του Αυγούστου, το αφιερωμένο στους θεούς Αρη και Ποσειδώνα, και με τη συνάντησή της στον οδοντωτό των Καλαβρύτων μ’ ένα ζευγάρι αλλοδαπών –ο άνδρας Ελβετός, η γυναίκα Βραζιλιάνα –δίνει στο βιβλίο της μια δροσιά και μια αθωότητα κυριολεκτικά απαράμιλλες. Σαν να ξαναγνωρίζουμε τον τόπο μας μέσα από μια ταυτότητα που, χωρίς να την έχουμε ξεχάσει, μας χρειαζόταν μια ανάλογη υπενθύμισή της ώστε να ξαναστερεωθεί μέσα μας με τον τρόπο που δηλώνει η ρήση του ποιητή Γέιτς «μια χαρά για πάντα».

Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη

Η Ελλάδα που αγαπήσαμε

Η Ελλάδα που αγαπούμε

Εκδ. Κέδρος 2016, σελ. 432

Τιμή: 17,50 ευρώ