«Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, τη γιαγιά μας Ειρήνη Κοντού-Ριζοπούλου να μας διηγείται ιστορίες από το ταξίδι στα Αντικύθηρα» λέει η Σεβαστή Νικόλη (φωτογραφία), ανιψιά του Δημήτρη Κοντού, που ήταν καπετάνιος στο σφουγγαράδικο «Καλλιόπη». Η γιαγιά της, σε ηλικία μόλις 13 χρόνων τότε, είχε πάει στα Αντικύθηρα μαζί με άλλες γυναίκες από τη Σύμη και εγκαταστάθηκαν στο κοντινό μικρό νησί Λιοι, όπου φρόντιζαν τους σφουγγαράδες και τους άλλους ναυτικούς. Ταξίδεψαν μέχρι εκεί με μια γαλέρα με πανιά και έφτασαν στα Αντικύθηρα ύστερα από ένα πολυήμερο και περιπετειώδες ταξίδι. Εμειναν εκεί για έναν χρόνο, όσο κράτησε η αποστολή των σφουγγαράδων για να ανασύρουν τα αρχαία ευρήματα από τον βυθό. Δουλειά τους ήταν να μαγειρεύουν και να πλένουν τα ρούχα των δικών τους ανθρώπων».

Στο ταξίδι αυτό ο καπετάνιος Δημήτρης Κοντός (που ήταν περισσότερο γνωστός με το όνομα Τράμπας) είχε μαζί του τη γυναίκα του και τα παιδιά τους, όπως και τη νεαρή αδελφή του Ειρήνη. Και η κυρία Νικόλη θυμάται από τις διηγήσεις της γιαγιάς ότι «όταν πληρώθηκαν οι σφουγγαράδες τα χρήματα ήταν μέσα σε ένα καλάθι και τα μοιράστηκαν όλοι, αλλά η οικογένεια Λινδιακού, που ήταν οι πλοιοκτήτες («ξεκινητές», όπως τους λένε), δεν πληρώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση».

Παρά το γεγονός ότι οι σφουγγαράδες από τη Σύμη είχαν κερδίσει χρήματα από το ταξίδι στα Αντικύθηρα, δεν σταμάτησαν να δουλεύουν. «Ολα τα επόμενα χρόνια», τονίζει η κυρία Νικόλη, «συνέχιζαν να πηγαίνουν κυρίως στα παράλια της Λιβύης και να βγάζουν σφουγγάρια και κάθε φορά είχαν –δυστυχώς -και θύματα. Περιττό, βέβαια, να σας πω ότι τώρα πια έχει εξαφανιστεί η σπογγαλιεία από τη Σύμη και τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου και έχουν μείνει μόνο οι αναμνήσεις από τα ανδραγαθήματα των σφουγγαράδων του νησιού».