Το κακό με τα σάουντρακ πολλών χολιγουντιανών φιλμ δεν είναι μόνο ότι υφολογικά ομοιάζουν. Είναι και ότι αντί να προσπαθούν έστω να πείσουν για το αντίθετο, συχνά απλώς εκβιάζουν συναισθήματα. Το φταίξιμο είναι κυρίως του σκηνοθέτη που συχνά χρησιμοποιεί ως γενικό περίγραμμα ένα εύκολο, προσωρινό μουσικό θέμα, κατόπιν όμως περιμένει από τον συνθέτη τουλάχιστον να το συναγωνιστεί. Είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Αλεξάντρ Ντεσπλά προτιμά να συνεργάζεται με ανθρώπους όπως ο Στίβεν Φρίαρς ή ο Ρόμαν Πολάνσκι, οι οποίοι απεχθάνονται τέτοιες προκάτ μουσικές. «Τα χέρια των συνθετών είναι δεμένα εξαιτίας τους», έλεγε παλαιότερα, «αφού οι σκηνοθέτες θέλουν να ακούσουν τους ίδιους ήχους. Είναι φανταστικό επομένως όταν μας αφήνουν απολύτως ελεύθερους».

Η αποστροφή του για δημιουργικά φράγματα και μουσικές κοινοτοπίες οφείλεται εν μέρει στον πολιτισμικό πλούτο της ανατροφής του: η βολιώτισσα, με καταγωγή από τη Σμύρνη, μητέρα του και ο γάλλος πατέρας του γνωρίστηκαν στα αμφιθέατρα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, μετακόμισαν στο Παρίσι όπου ο Ντεσπλά γεννήθηκε το 1961 και σύντομα άρχισαν να τον γαλουχούν μουσικά –ο μεν με τους δίσκους που έφερνε από τα ταξίδια του ως φροντιστής της TWA, η δε με την αγάπη της για την κλασική ή για συνθέτες με ονόματα όπως Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος. Εκείνος άρχισε το πιάνο στα πέντε, κατέληξε στο φλάουτο, μελέτησε στο πλευρό του Ιάννη Ξενάκη και όταν επένδυσε μουσικά μια μικρού μήκους ταινία ενός γνωστού του ηθοποιού βρήκε την κλίση του. Ακολούθησαν δουλειές σε θέατρο, τηλεόραση και σχεδόν 70 ταινίες.

Και τι ταινίες! Οι «Γκοτζίλα», «Μνημείων Ανδρες», «Ξενοδοχείο Grand Budapest», «Φιλομένα», «Zero Dark Thirty», «Επιχείρηση: Argo», «Ο θεός της σφαγής», «Αι ειδοί του Μαρτίου», «Ο Χάρι Πότερ και οι κλήροι του θανάτου», «Το δέντρο της ζωής», «Ο λόγος του βασιλιά» ή «Η βασίλισσα» φέρουν σάουντρακ με την υπογραφή του. Σάουντρακ που του έχουν χαρίσει έξι υποψηφιότητες για Οσκαρ, μία Χρυσή Σφαίρα, ένα Grammy και πολλά ακόμα. Και τα οποία τόσο έχουν εντυπωσιάσει, ώστε ο συνθέτης τους να χαρακτηρισθεί «ο νέος Τζον Γουίλιαμς». Χαρακτηρίζονται δε από μια προσέγγιση του δημιουργού τους σπάνια πλέον στον κινηματογράφο: «Μου αρέσουν», έλεγε παλαιότερα, «συνθέσεις που συλλαμβάνουν την ψυχή μιας ταινίας, τον βαθύ πυρήνα των συναισθημάτων της».

Εντυσε τη «Βασίλισσα», λ.χ., με μουσική αλέγρα ή «κατεργάρικη», όπως περίπου απεικονίζεται και η σχέση της Ελισάβετ και του Τόνι Μπλερ. Στο «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», ο σκηνοθέτης Πίτερ Γουέμπερ έμεινε έκθαμβος με τη σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια ανοίγει τα παραθυρόφυλλα και η μουσική μεταφράζει σε νότες το φως που εισβάλλει. Μάλλον με κάτι τέτοια ο Ντεσπλά κατάφερε να γίνει πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας –η πρώτη φορά που ένας μουσικοσυνθέτης αναλαμβάνει αυτήν τη θέση. Φυσικά, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την ευθυκρισία του. Οπως σχολίαζε για τη μουσική της «Βασίλισσας» και ο Στίβεν Φρίαρς: «Στο κάτω κάτω, οι συνθέτες είναι καλοί όταν «διαβάζουν» σωστά τις ταινίες. Και η δική του ανάγνωση ήταν πολύ έξυπνη».