Το «παραμελημένο παιδί» του Μπετόβεν, το έργο που δέχθηκε τις πιο δριμείες κριτικές και παίχτηκε λιγότερο, ήταν το περίφημο Τριπλό Κοντσέρτο για βιολί, τσέλο και πιάνο. Παρόλο που η γέννησή του το 1804 συνδέεται με μια περίοδο εκρηκτικής δημιουργικότητας του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, την εποχή που οι επαναστατικές συμφωνίες του έπαιρναν σχήμα και μορφή, το Κοντσέρτο έμεινε για δεκαετίες στο περιθώριο. Οι κριτικές δεν ήταν ενθουσιώδεις αφού στην πρεμιέρα του εντυπωσίασε και συχνά το αντιμετώπιζαν ως μια ιδιοτροπία ενός συνθέτη και το συνόδευαν με το σχόλιο «έχει κάνει και καλύτερα» ή «πρόκειται για τον ίδιο που έγραψε και την Ενάτη;». Κάθε φορά που επιστρέφει στη σκηνή, επιβεβαιώνει την ιδιοφυή σύλληψή του, τον υπέροχο διάλογο ανάμεσα σε τρεις σολίστ που λειτουργούν ως ένα είδος τρίο μουσικής σε μεγαλοπρεπή κλίμακα μέσα στη συμφωνική μεγαλοπρέπεια.

Αυτό το σπουδαίο έργο θα απολαύσει το μουσικόφιλο κοινό στη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, την ερχόμενη Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, και γίνεται η αφορμή για να συναντηθούν τρεις σημαντικοί σολίστες, η πιανίστρια Θεοδοσία Ντόκου, ο βιολονίστας Μαξίμ Βενγκέροφ, ο βιολοντσελίστας Στίβεν Ισερλις. Στο ερώτημα που συνοδεύει σχεδόν κάθε αναφορά στο Τριπλό Κοντσέρτο «γιατί, άραγε, παίζεται τόσο σπάνια και τι είναι αυτό που το κάνει τόσο απαιτητικό;» ο Ισερλις δεν περιπλέκει τα πράγματα: «Είναι ένα πραγματικά θαυμάσιο έργο γεμάτο με χαρούμενη ενέργεια. Νομίζω πως εκτελείται σχετικά σπάνια, απλώς επειδή είναι ακριβό να προσλάβεις τρεις σολίστ! Είναι επίσης πρόκληση για τους σολίστ, ιδιαίτερα για τον τσελίστα, αλλά αξίζει τον κόπο».

Η ιστορία επιβεβαιώνει τα λόγια του. Το έργο δημιουργήθηκε σε μια εποχή όπου τα τρίο με πιάνο ανθούσαν στη μουσική δωματίου, όμως κανένας μεγάλος συνθέτης δεν είχε επιχειρήσει να τα μεταφέρει στη λογική ενός κοντσέρτου. Η ισορροπία των τριών ηχοχρωμάτων ήταν δύσκολη εξαρχής. Το τσέλο, μάλιστα, κινδυνεύει εύκολα να χαθεί μέσα στον όγκο της ορχήστρας, για τον λόγο αυτό ο σπουδαίος συνθέτης τού έδωσε καθοριστικό ρόλο, σχεδόν «primus inter pares». Στο έργο αυτό το πιάνο, αντίθετα, φαίνεται λιγότερο δεξιοτεχνικό. Η εξήγηση, όπως συχνά αναφέρεται στη βιβλιογραφία, σχετίζεται με τον νεαρό μαθητή του συνθέτη, τον αρχιδούκα Ροδόλφο, του οποίου οι δεξιότητες δεν επέτρεπαν ένα κανονικό σόλο κοντσέρτο. Ετσι, η απλότητα του πιανιστικού μέρους δεν υποδηλώνει ένδεια έμπνευσης, αλλά μια συνειδητή επιλογή που εξασφαλίζει συνοχή και δικαιοσύνη στον διάλογο των τριών.

Το ότι το Τριπλό Κοντσέρτο απαιτεί τρεις ώριμους σολίστ δεν αναιρεί την ανάγκη για μια δυνατή ορχήστρα. Εδώ μπαίνουν στο κάδρο οι συνεργάτες του Ισερλις στην επερχόμενη συναυλία. Ο Μαξίμ Βενγκέροφ στο βιολί και η Θεοδοσία Ντόκου στο πιάνο σχηματίζουν μαζί του μια εξαιρετική τριάδα, ενώ στο πόντιουμ βρίσκεται ο Φίνεγκαν Ντάουνι Ντίαρ, ένας μαέστρος που ξεχωρίζει για την ακρίβεια και τη φρεσκάδα του και που θα διευθύνει και τα άλλα δύο έργα της συναυλίας: «Τάρας Μπούλμπα, ραψωδία για ορχήστρα» (Λέος Γιάνατσεκ, 1894-1928) και «Το βαλς, χορογραφικό ποίημα για ορχήστρα» του Μορίς Ραβέλ.

Η συνύπαρξη του Μπετόβεν με τον Γιάνατσεκ και τον Ραβέλ γεννά την απορία τι είδους διάλογος μπορεί ν’ αναπτυχθεί μεταξύ τριών τόσο διαφορετικών συνθετών και ο Ισερλις αναφέρει: «Ο Ραβέλ και ο Γιάνατσεκ είναι δύο συνθέτες που δεν αγαπούσαν ιδιαίτερα τον Μπετόβεν, οπότε είναι λίγο παράξενο να τους βλέπει κανείς εκεί. Και οι τρεις είναι, φυσικά, μεγάλοι συνθέτες. Λατρεύω τη μουσική του Ραβέλ – ήταν πραγματικός δεξιοτέχνης και το “Βαλς” είναι εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της δεξιότητας! Απίστευτα ικανός, με μια εξαιρετική ευαισθησία στον ήχο και την ομορφιά. Οπως είπα, τον αγαπώ, αλλά λατρεύω τον δάσκαλό του, τον Φορέ…».

Διεύθυνση από το τσέλο

Μιλώντας για εμπειρίες από μεγάλες ορχήστρες, από το Βερολίνο μέχρι τη Βιέννη, ο Ισερλις λέει κάτι που μοιάζει να συνοψίζει όλη τη φιλοσοφία του: «Κάθε ορχήστρα είναι τόσο διαφορετική. Ο στόχος μου είναι πάντα να παίζω τα κοντσέρτα σαν μουσική δωματίου – έτσι έχω νιώσει οικειότητα με πολλές ορχήστρες μουσικής δωματίου. Αλλά είναι δυνατόν να παίξει κανείς μουσική δωματίου και με συμφωνικές ορχήστρες». Η προσέγγιση αυτή εξηγεί και την άλλη, ασυνήθιστη συνήθειά του, να διευθύνει ορχήστρες μουσικής δωματίου από το τσέλο. «Οπως είπα, για μένα όλα τα κοντσέρτα είναι μουσική δωματίου· οπότε το να διευθύνω ορχήστρες μουσικής δωματίου από το τσέλο είναι απλά μια φυσική προέκταση αυτού. Οταν λειτουργεί καλά (όπως με την Camerata Bern, την ορχήστρα με την οποία συνεργάζομαι πιο συχνά), νιώθεις σαν να είμαστε μια μεγάλη οικογένεια που απλά διασκεδάζει σε ένα πάρτι!».

Στην Αθήνα, ο Στίβεν Ισερλις θα παίξει με το περίφημο Stradivarius «Marquis de Corberon» του 1726, ένα από τα «ονειρεμένα» όργανα της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής. Μπορεί ένα τόσο μοναδικό τσέλο να επηρεάσει τον τρόπο που σκέφτεται τη μουσική; «Δεν είμαι σίγουρος ότι επηρεάζει πραγματικά τον τρόπο που σκέφτομαι τη μουσική. Σίγουρα όμως μου προσφέρει μια εξαιρετική ποικιλία χρωμάτων από τα οποία μπορώ να επιλέξω. Είναι ένα ονειρεμένο τσέλο!».

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά