Αθήνα, 2023
«Σε όλη μου τη ζωή υπήρξα τυχερός» είναι ένα από τα πράγματα που τον Νοέμβριο του 2023 μου είχε πει και μάλιστα με έμφαση ο Γούντι Αλεν στην τελευταία συνάντηση που είχαμε πριν από δύο χρόνια στο ξενοδοχείο Grande Bretagne, με αφορμή τότε την ταινία του «Γυρίσματα της τύχης». «Με μεγάλωσαν δύο υπέροχοι γονείς, περιστοιχιζόμουν πάντα από καλούς φίλους που φρόντιζαν να μου δίνουν πάντοτε τις σωστές συμβουλές, έχω κάνει έναν όμορφο γάμο. Σε λίγο καιρό κλείνω τα 88 (γεννήθηκε 30/11/1935) και δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου στο νοσοκομείο, ποτέ δεν είχα κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Στο μόνο θέμα που όπως κανείς έτσι και εγώ δεν θα υπάρξω ποτέ τυχερός, είναι ο θάνατος. Αυτή είναι μια κακιά συμφωνία που όλοι κάνουμε από τη στιγμή που ερχόμαστε στη ζωή».
Η αλήθεια είναι ότι μια ζωή ολόκληρη, τουλάχιστον ως κινηματογραφιστής, ο Γούντι Αλεν είχε πάρε δώσε με τον θάνατο, σε σημείο που σκεφτόσουν αν πήγαινε και λίγο γυρεύοντας. Ομως αύριο κλείνει τα 90, δείχνει να είναι μια χαρά και είναι πολύ πιθανό να ετοιμάζει και ταινία, αν και σε ό,τι αφορά αυτό το θέμα, τα πολλά λόγια δεν έχουν νόημα γιατί ο Αλεν γυρίζει τις ταινίες του πάντα με άκρα μυστικότητα.

Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης με τον Γούντι Αλεν το 2023 στο ξενοδοχείο Grande Bretagne
Κάννες, 2010
«Ακολουθώ την αρχή του Νίτσε, ο οποίος έλεγε ότι “είναι ανάγκη να έχεις φαντασιώσεις γιατί αν κοιτάζεις τη ζωή πολύ προσεκτικά γίνεται αβάσταχτη”. Το είπε αργότερα και ο Φρόιντ και ύστερα από αυτόν ο Ευγένιος Ο’Νιλ που έγραφε θεατρικά έργα με αυτό το θέμα. Είναι μια σκέψη στην οποία με τα χρόνια καταλήγουν πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι. Η ζωή είναι φρικτή, επίπονη, επώδυνη και τρομακτική και αν δεν έχεις τρόπους διαφυγής δεν θα τα βγάλεις πέρα». Αυτό το απόσπασμα είναι από μια άλλη συνάντησή μου με τον Γούντι Αλεν, στις Κάννες αυτή τη φορά, το 2010. Βρισκόταν εκεί με την ταινία «Θα συναντήσεις έναν ψηλό, μελαχρινό άντρα», ω τι σύμπτωση, ο μελαχρινός άντρας δεν ήταν άλλο από τον Χάρο! Σε λίγες ώρες θα έπαιρνε το αεροπλάνο για να επιστρέψει στην πολυαγαπημένη του Νέα Υόρκη. Χλωμός, ασθενικός και βαρύς όσο ένα σπουργίτι έβηχε ζητώντας συγγνώμη για το «τέλειο κρυολόγημα» που τον ταλαιπωρούσε τις τελευταίες μέρες. Ηταν με την αστεία ατάκα στο στόμα αλλά έβλεπες έναν καταπονημένο άνθρωπο.
Οσο περνούν τα χρόνια γίνεται κανείς σοφότερος;
«Οχι, δεν πιστεύω ότι γίνεσαι σοφότερος όσο μεγαλώνεις. Πονάει η πλάτη σου, αυτό γίνεται. Προσωπικά δεν βρίσκω κανένα πλεονέκτημα στο γήρας. Κάνω όλα τα ίδια ηλίθια πράγματα που έκανα νεότερος, με τη διαφορά ότι τώρα δεν τα βλέπω τόσο καλά όσο τα έβλεπα παλαιότερα».
Παρίσι, 1996
Η απαισιοδοξία (και το κρυολόγημα) με επιστρέφουν στην πρώτη συνάντησή μου μαζί του, το 1996 στη σουίτα του στο ξενοδοχείο Ριτζ των Παρισίων. Χάρη στον διανομέα της «Ακαταμάχητης Αφροδίτης» Αλέξανδρο Σπέντζο είχα βρεθεί εκεί μαζί με τη Γεωργία Λαιμού (τότε για το μηνιαίο περιοδικό «Μετρό») και θυμάμαι ότι μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση το γεγονός ότι έβλεπα ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περίμενα γνωρίζοντας τον άνθρωπο από τις ταινίες του. Είδα έναν πολύ ήσυχο, σχεδόν ακίνητο άνθρωπο (όταν παίζει ο Αλεν είναι αεικίνητος) που μιλούσε εξαιρετικά χαμηλόφωνα, ίσα που ακουγόταν δηλαδή, επειδή ήταν (και πάλι) κρυωμένος. Το μόνο που με έκανε να νιώθω ότι βρίσκομαι δίπλα στον Γούντι Αλεν που ήξερα ήταν ασφαλώς το διαπεραστικό, χαρακτηριστικό χιούμορ του. Η κουβέντα μας είχε σταθμούς στην πολυαγαπημένη τζαζ του («το φυλαχτό μου»), στους αρχαίους Ελληνες τους οποίους τόσο έξυπνα είχε σχολιάσει στην «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» («θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να είσαι Θεός εκείνη την εποχή») αλλά και τους σύγχρονους («όποτε σκέφτομαι σύγχρονο Ελληνα μου έρχονται στο μυαλό εστιάτορες και εφοπλιστές!»).
Κάννες, 2002
Τα χρόνια πέρασαν, έξι για την ακρίβεια, μέχρι που ξανάδα τον Γούντι Αλεν από κοντά το 2002 στις Κάννες όπου είχε έρθει για το «Παίζοντας στα τυφλά» την ταινία έναρξης του φεστιβάλ. Την εποχή εκείνη η αλλαγή του προφίλ του ήταν ένα θέμα. Παλαιότερα, η παράδοση έλεγε ότι οι ταινίες του Γούντι Αλεν μπορούσαν μεν να κάνουν την πρεμιέρα τους σε φεστιβάλ (κυρίως της Βενετίας), ποτέ όμως παρουσία του ιδίου, ο οποίος σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα απεχθανόταν την πολυκοσμία και την ηλιοφάνεια. Την εποχή του «Παίζοντας στα τυφλά» είχε αρχίσει τις δημόσιες εμφανίσεις. Πού ήταν άραγε ο μοναχικός, αγοραφοβικός και μελαγχολικός διοπτροφόρος που όλοι γνωρίζαμε και αγαπούσαμε; Η απάντηση ήταν απλή. Είχε έρθει η στιγμή που για να μπορέσει να επιβιώσει, ο Γούντι Αλεν έπρεπε να γίνει και έμπορος. Στην Αμερική οι ταινίες του προβάλλονται περιορισμένα, στην Ευρώπη γίνονται ανάρπαστες. Αν δεν υπήρχε η δίοδος προς την αγορά της Ευρώπης, ο δημιουργός πιθανότατα να είχε σοβαρό πρόβλημα να δημιουργήσει. «Για κάποιον λόγο οι ταινίες μου είναι αντιεμπορικές στην Αμερική και ιδιαιτέρως εμπορικές στη Γαλλία», έχει δηλώσει στο παρελθόν. «Οι υπότιτλοι θα πρέπει να είναι εξαιρετικοί εκεί…»
Βενετία, 2003
Εναν χρόνο αργότερα, το 2003, κάθομαι και πάλι στο ίδιο τραπέζι μαζί του για το «Ερωτας και τίποτ’ άλλο», αυτή τη φορά στη Βενετία. Από εκείνη τη συνάντηση θυμάμαι ένα πράγμα: για πρώτη φορά ο Γούντι Αλεν έδειχνε πραγματικά καταβεβλημένος. Ακούω ξανά την ηχογράφηση: Παραγγέλνει ένα gingerale από τη βοηθό του και τον ρωτώ αν θα ήθελε να κλείσω την πόρτα για περισσότερη ησυχία. Λαμβάνω το πρώτο δείγμα βαρηκοΐας του. Επαναλαμβάνω την ερώτηση και τον ακούω να λέει «Α! θέλετε να κλείσω την πόρτα. Αμέσως…» Σηκώνεται για να την κλείσει. Σηκώνομαι κι εγώ βιαστικά για να τον προλάβω λέγοντας “εννοώ ΕΓΩ να την κλείσω”. Σταματά και με κοιτά με απορία και κάθεται ξανά στην καρέκλα του. Η όλη σκηνή έχει κάτι το κινηματογραφικά κωμικό, όχι απαραιτήτως από ταινία του.
Κάννες, 2005
Παρ’ όλ’ αυτά όχι μόνο παραμένει στις επάλξεις αλλά αλλάζει και χώρους γυρισμάτων. Η ολοκληρωτική στροφή του προς την Ευρώπη γίνεται το 2004 όταν πλέον εγκαταλείπει την αγαπημένη του Νέα Υόρκη και σκηνοθετεί – για πρώτη φορά – στην Αγγλία. Αυτό ήταν το θέμα που κυριάρχησε στη συνέντευξη Τύπου του «Match point» στις Κάννες, όπου τον ξαναείδα ζωντανά το 2005. Εκεί θυμάμαι ακόμα πιο έντονα τον έμπορο Γούντι, εκείνον που όπως είπε «προτιμώ να παίρνω τα λεφτά μέσα στη χαρτοσακούλα και να γυρίζω τις ταινίες μου από το να ταλαιπωρούμαι από υποσχέσεις που δεν πληρούνται ποτέ. Οι Αγγλοι μου τα έδωσαν εδώ και τώρα κι εγώ τα πήρα».
Βενετία, 2007
Η προβληματική ακοή του ήταν ένα θέμα και στο «Ονειρο της Κασσάνδρας», δύο χρόνια αργότερα, το 2007 και πάλι στη Βενετία. Ημασταν στοιβαγμένοι γύρω του ενώ καθόταν σε ένα μικρό καναπεδάκι στην αίθουσα Βισκόντι του ξενοδοχείου De Bains που τότε ακόμα λειτουργούσε. Πρέπει να ήμασταν καμιά εικοσαριά δημοσιογράφοι, κάποιοι στέκονταν όρθιοι. Η Τζίντζερ από το γραφείο που προωθούσε την ταινία καθόταν δίπλα του για έναν λόγο: έπρεπε να επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις γιατί ο Αλεν δεν τις άκουγε. Ηταν μια θλιβερή εικόνα αλλά είχε όπως πάντα καλές ατάκες.
Τελικά βρήκατε το νόημα της ζωής ή ακόμα ψάχνετε;
«Οχι. Και το πρόβλημα είναι ότι όσο μεγαλώνεις τα πράγματα δυσκολεύουν».
Τι θεωρείτε σημαντικότερο πράγμα στη ζωή σήμερα;
«Τον… αέρα;» (η αίθουσα τραντάζεται στα γέλια)
Μια πρόχειρη λίστα των σημαντικότερων;
«Τέσσερα πράγματα. Πρώτη η υγεία. Θυμάμαι μου το έλεγε και ο πατέρας μου αλλά γελούσα. Είχε δίκιο. Η γνώση δεύτερη, το χρήμα τρίτο και η αγάπη, νομίζω, είναι το τέταρτο».
Το χρήμα πάνω από την αγάπη;
«Το χρήμα είναι εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας, πολύ σημαντικότερος απ’ όσο πίστευα νεότερος. Για την αγάπη έχω καταλήξει ότι αν έχεις υγεία, γνώση και οικονομική ευχέρεια, σε γενικές γραμμές μπορείς να τη βρεις. Τουλάχιστον έχεις καλές πιθανότητες. Η αναζήτηση της αγάπης είναι εξίσου διασκεδαστική όσο και η ανεύρεσή της».
Κάννες, 2008
Οκτώ μήνες αργότερα και ενώ έχουμε μπει στο 2008 τον συναντώ ξανά στις Κάννες αλλά σε καλύτερες συνθήκες. Στη σουίτα του ξενοδοχείου Martinez καθόμασταν οκτώ – δέκα δημοσιογράφοι, ο Αλεν δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας και ήταν κεφάτος. Διαβάζω στις παλιές σημειώσεις μου: «Ντυμένος στα ανοιχτά χρώματα – μπεζ και σομόν – ξεκούραστος, ομιλητικός και το κυριότερο, χωρίς βοηθό δίπλα του για να του επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις που δεν άκουγε». Επίσης, σε αντίθεση με το «Ονειρο της Κασσάνδρας», είχε μια πολύ κεφάτη ταινία να παρουσιάσει. «Vicky Cristina Barcelona». «Με ρωτούν γιατί δεν εμφανίζομαι πια στις ταινίες μου, τους λέω επειδή είναι προτιμότερο να βλέπεις στο ίδιο κρεβάτι την Πενέλοπε Κρουζ, τη Σκάρλετ Τζοχάνσον και τον Χαβιέρ Μπαρδέμ απ’ ό,τι ανθρώπους της ηλικίας μου. Δεν είναι μόνον το θέαμα ελκυστικότερο αλλά και καλύτερη επιχειρηματική κίνηση…».
Από τότε έχουν περάσει 17 χρόνια, οπότε φτάνουμε στο σήμερα, με έναν Γούντι Αλεν πιο σκοτεινό αλλά πάντα αστείο, έτοιμο να σε κερδίσει με το πνεύμα και τον πραγματισμό του. «Οι καλλιτέχνες πιστεύουν ότι η δουλειά τους θα ζήσει για πάντα, κάποιοι γονείς βλέπουν την αθανασία στα παιδιά τους. Αυτά όμως είναι όλα φαντασιώσεις γιατί η αλήθεια είναι ότι γεννιέσαι, ζεις μια σύντομη ζωή και μετά πεθαίνεις».
Τόσο απλά.







