Τι ευλογία για έναν συγγραφέα να πλάσει έναν ανθρώπινο τύπο ο οποίος να κάνει τέτοιο γκελ με την πραγματικότητα ώστε να τον αναγνωρίζεις γύρω σου, στον δρόμο και στις συναναστροφές και στον δημόσιο βίο!

Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη γέννησε – ξεφεύγοντας από τις αγιογραφικές προθέσεις του δημιουργού του – μυριάδες αμπελοφιλόσοφους της ταβέρνας, που έσφιγγαν ρακές κι έριχναν ζεϊμπεκιές και δεν άφηναν καμιά γυναίκα παραπονεμένη. Τα λεγόμενα και «greek kamakia», εμβλήματα του ελληνικού τουρισμού από τα 60’ς έως τη λαίλαπα του AIDS. Ο Κλεό Κιτρινάκης όπως τον εικόνισε ο Καραγάτσης αποτελεί το αρχέτυπο κάθε κομψευόμενου χατζηαβάτη που ανέρχεται γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά του στο πολιτεύεσθαι και στο επιχειρείν. Φευ, ο Κλεό κρατάει έναν μικρό ρόλο στον «Γιούγκερμαν»… Εκείνη που διατρέχει, ογδόντα πέντε χρόνια ήδη, την ελληνική κοινωνία, αλλάζοντας φύλα και προσωπεία πλην παραμένοντας στο βάθος απαράλλακτη, είναι η «Μαντάμ Σουσού». Του Δημήτρη Ψαθά.

Τι είναι η Μαντάμ Σουσού; Ενα φτωχοκόριτσο που παριστάνει την αριστοκράτισσα. Μια Αθηναία που  φαντασιώνεται την Παριζιάνα και ας μην έχει ποτέ πατήσει στην πόλη «του φωτός» και ας την ξέρει μόνο από τα λαϊκά αναγνώσματα. Η ιδιοφυής σύλληψη του Ψαθά είναι πως και όταν ακόμα η Σουσού πλουτίζει ουρανοκατέβατα και μετακομίζει από τον Μπίθουλα στο Κολωνάκι, εξακολουθεί να πιθηκίζει κωμικά τους τρόπους της «ανωτέρας τάξεως». Αδυνατεί να τους ενστερνισθεί. Παραμένει καρικατούρα.

Πόσες Σουσούδες δεν έχουμε φάει στη μάπα από όταν θυμόμαστε τους εαυτούς μας!

Στις αρχές της Μεταπολίτευσης, ουκ ολίγοι έχοντες και κατέχοντες –κυρίως δε οι γυναίκες και τα έφηβα παιδιά τους – είχαν κυριευθεί από επαναστατικό οίστρο. Δήλωναν λενινιστές, μαοϊκοί, αναρχικοί, κατέβαιναν στις διαδηλώσεις «με Ρόλεξ στα χέρια, με γούνες στους ώμους» όπως καθ’ υπερβολήν το έλεγε ο Χάρρυ Κλυνν. Πίσω από το παραβάν βεβαίως πιθανότατα να ψήφιζαν Κωνσταντίνο Καραμανλή διαφυλάσσοντας τα συμφέροντα της οικογένειας.

Κατά τα χρόνια της ευμάρειας, είχαν πιστέψει ότι η Βασιλίσσης Σοφίας είναι η Πέμπτη Λεωφόρος του Μανχάταν, η Σοφοκλέους η Γουόλ Στριτ και η Γλυφάδα το Μαϊάμι. Από τα κοστούμια τους δεν έβγαζαν τις ετικέτες ώστε να φαίνεται πόσα χιλιάρικα είχαν πληρώσει. Από τα χέρια τους δεν άφηναν τα πούρα-φαλλικά σύμβολα. Για να παραγγείλεις στα «ιν» εστιατόρια, χρειαζόσουν πιστοποιητικό γλωσσομάθειας, οι δε πορτιέρηδες στα κλαμπ σε ακτινογραφούσαν από κορυφής μέχρις ονύχων.

Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας έληξε με τη χρεοκοπία του κράτους, το 2010. Οι σουσουδισμοί όμως συνεχίστηκαν ακάθεκτοι, με τον Βαρουφάκη να παριστάνει τον Τσε Γκεβάρα – όταν δεν έτρωγε συναγρίδες με θέα τον Παρθενώνα – και τον Τσίπρα τον Φιντέλ Κάστρο. Η απέναντι όχθη είχε και εκείνη τους αστέρες της, γενίτσαρους του φιλελευθερισμού (ανανήψαντες κομμουνιστές συνηθέστατα) που εκστασιάζονταν με το αόρατο χέρι της αγοράς, το προ τριών αιώνων περιγραφέν από τον Ανταμ Σμιθ.

Στα ήθη ο σουσουδισμός φτάνει στο απόγειό του. Ο,τι κάνει σουξέ σε κάποιους «προχωρημένους» κύκλους, ευθύς εκλαϊκεύεται και ευτελίζεται.

Στο μιλένιουμ κυριαρχούσε η υπερσεξουαλικότητα. Κάθε κυρία επειγόταν να ανακαλύψει το σημείο g της. Κάθε κύριος όφειλε να συνευρεθεί με τριψήφιο αριθμό γυναικών. Το να κοιμάσαι μόνος σου ή με τον ίδιο άνθρωπο επί καιρό – δίχως καν να πειραματίζεστε στο κρεβάτι – αποτελούσε όνειδος. Η ενδυματολογική οδηγία της Σάρον Στόουν στο «Βασικό Ενστικτο» γνώριζε πιένες.

Και ξαφνικά «πίσω, Γιάννη, τα καράβια!». Επιστροφή στον πουριτανισμό, στη σεμνοτυφία υπό το πρόσχημα του δικαιωματισμού. Για το παραμικρό άγγιγμα, και για βλέμμα ακόμα, να απαιτείται ρητή συναίνεση. Μια άγαρμπη διατύπωση να σε κατακρημνίζει στον καιάδα των σεξιστών. Το παρελθόν σου να περνάει από κόσκινο, ιδίως εάν κάποτε θαυμάστηκε. Κι άμα είσαι καλλιτέχνης, τι να το κάνεις το ταλέντο; Η ανθρωπιά μετράει!

Το αστείο ξέρετε ποιο είναι; Πως οι καιροί αλλάζουν αιφνιδίως. Πως θα γυρίσει οσονούπω ο τροχός και οι Σουσούδες της πολιτικής ορθότητας θα ξαναγίνουν «πονηρά θηλυκά, κατεργάρες γυναίκες» σε αναζήτηση του «άντρα του σωστού, του πρόστυχου».