Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
«Αφήστε μας να ζήσουμε». Iδού ένα από τα συνθήματα που κυριάρχησαν κατά τις πρόσφατες διαδηλώσεις των νέων μετά το δυστύχημα στα Τέμπη. Είναι ένα σύνθημα που δεν οδηγεί τη σκέψη μας σε μία μόνο κατεύθυνση. Χωρίς αμφιβολία, είναι δείγμα ευοίωνο να διεκδικεί η νέα γενιά μια ζωή που δεν θα είναι έρμαιο των κινδύνων. Η ασφάλεια είναι θεμελιώδης ανάγκη. Ποιος θα το αμφισβητούσε; Ωστόσο, είναι διαφορετικό να απαιτείς μεγαλύτερη ασφάλεια για τη ζωή σου από το να ζητάς να σε αφήσουν να ζήσεις με ασφάλεια. Αποτελεί αυταπάτη να νομίζει κανείς πως η ζωή κατοχυρώνεται με κάποιες εγγυήσεις. Τα απρόοπτα, οι δυσμενείς ανατροπές, οι ατυχίες είναι σύμφυτες στις συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Τόσο ένα άτομο όσο και μία γενιά ή ένας λαός πρέπει να το ξέρουν αυτό και να το αντιμετωπίζουν.
Ασφαλώς, είναι δείγμα υγείας να ζητάμε να ζήσουμε σε μία κοινωνία που δεν θα πετσοκόβει τις δυνατότητές μας. Είναι δείγμα υγείας να υψώνεται η φωνή του λαού απέναντι σε ένα κράτος που δείχνει να διοικείται στα μουλωχτά από την προχειρότητα, την πονηριά, την ανευθυνότητα. Ομως παύει να είναι υγιής η απαίτηση για βελτίωση της ζωής όταν συνοδεύεται από την προσδοκία ότι μέσα στο κράτος, μέσα στους θεσμούς, μέσα στα κόμματα θα εμφανιστεί κάποτε μία πρόθεση αγαθή, μετανιωμένη, που θα μας επιτρέψει να περάσουμε αξιοπρεπώς και με ησυχία τις μέρες μας. Κανείς από τους κριματισμένους κρατούντες δεν πρόκειται να μετανιώσει αν δει μπροστά του ένα πλήθος που δεν αγωνίζεται, αλλά απλώς ανησυχεί και διαμαρτύρεται.
Ο κόμπος βρίσκεται ακριβώς εδώ. Στο ότι μέσα στις κινητοποιήσεις μαζί με την αγανάκτηση και τον θυμό ήταν διακριτό και εκείνο το είδος μουδιάσματος που εμφανίζεται όταν η ανθρώπινη θέληση αντί να προσκρούει πάνω σε συγκεκριμένα εμπόδια βουλιάζει μάλλον σε μια χαοτική κατάσταση. Το μεγαλύτερο πλήγμα κατά της ασφάλειας δεν το επιφέρει ούτε η ατυχία ούτε τα λάθη ούτε η ανικανότητα, το επιφέρει το απροσδιόριστο. Οχι μόνο να μην ξέρεις τι φταίει, αλλά να υποψιάζεσαι πως είναι μάταιο να ψάξεις για να βρεις την άκρη.
Στο βάθος της ανησυχίας που μαστίζει σήμερα τις νεανικές ψυχές βρίσκεται η αίσθηση της ματαιοπονίας. Είναι αλήθεια ότι τους νεότερους τους πνίγει αυτή η αίσθηση, που για να είμαστε ειλικρινείς τους την κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές. Ακουσαν από πολλούς ότι στην Ελλάδα «έτσι έχουν τα πράγματα» και υπήρξαν γονείς που θεώρησαν πως δίνουν ένα εφόδιο στα παιδιά τους αν τους συμβουλέψουν να ελίσσονται, να καταπίνουν τη δυσαρέσκειά τους, να μην επιμένουν στο δίκιο τους, να μη χτυπάνε το κεφάλι τους σε εκείνον τον τοίχο τον χτισμένο με στοίβες υπηρεσιακών εγγράφων, με φάτσες βαριεστημένων υπαλλήλων και με την τσιμεντένια αδιαφορία των υψηλά ισταμένων.
Επειτα από όλα αυτά, δεν θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση που οι νεαροί διαδηλωτές κραυγάζουν να τους αφήσουν να ζήσουν. Ο θυμός τους πηγάζει παραδόξως από τη συναίσθηση της μέχρι σήμερα παθητικότητάς τους. Ξέρουν ότι ενώ περίμεναν κάτι καλύτερο δεν προσπάθησαν αρκετά να το βρουν. Θα πείτε, τι ήταν σε θέση να κάνουν; Αυτό δεν μπορούν να τους το πουν οι πρεσβύτεροι. Μόνοι τους θα το βρουν, είναι δική τους υπόθεση. Κάθε γενιά οφείλει να δώσει τη δική της απάντηση σε βασικά ζητήματα που βασάνισαν τις προηγούμενες γενιές. Αναξιοκρατία, ευνοιοκρατία, κομματισμός, πάντα τα ίδια αγκάθια, οι ίδιες πληγές. Είναι άραγε υπερβολικό να καλούμε τις νέες γενιές να ξεριζώσουν τα αγκάθια;
Το πρόβλημα έχει δύο όψεις. Η μία αφορά τις ικανότητες των νεότερων και η άλλη τη θέλησή τους. Βέβαιο είναι ότι οι ικανότητες δεν τους λείπουν. Τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά διπλώματα, οι δεξιότητες, η γλωσσομάθεια αυξάνονται, σωρεύονται. Μέχρι το σημείο να πιέζουν εσωτερικά τους κατόχους τους. Μία φωνή μέσα τους ξεσπά: «Δώστε μας, επιτέλους, διέξοδο!». Αλλά τι συμβαίνει; Συμβαίνει στις μέρες μας οι νεότεροι να έχουν όλα τα προσόντα εκτός από το προσόν να τα βάλουν στην πράξη. Φυσικά, δεν ευθύνονται γι' αυτό. Σκεφθείτε πόσο πολύ οι αναβολές δηλητηρίασαν τη συνείδησή τους κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Επρεπε να περιμένουν διορισμούς, προσλήψεις, αύξηση ευκαιριών, άνοιγμα δρόμων. Οταν αναβάλλεται για πολύ η δράση κάτι σαπίζει μέσα στη θέληση. Παύει κανείς να ετοιμάζεται, να ασκείται, να κάνει δοκιμές με τη φαντασία του. Παύει να φαντάζεται πού θα ήθελε να κατευθύνει τη ζωή του και το μόνο που μένει είναι να βρεθεί σε κάποια τροχιά των πραγμάτων. Να τον πηγαίνουν κάπου οι καταστάσεις - χωρίς να ταράζεται, χωρίς να ξαφνιάζεται. Ετσι όμως μοιραία προκύπτουν δυστυχήματα. Οταν οι νέες γενιές αφήνονται να γίνουν επιβάτες στο τρένο της ζωής τους αντί να είναι μηχανοδηγοί της, επόμενο είναι να πέσουν κάποια στιγμή πάνω στο Ακούσιο. Για να μη συμβεί αυτό είναι υποχρεωμένες να δράσουν.
Στις πρόσφατες κινητοποιήσεις το πιο σημαντικό είναι ότι διεξήχθη μία αναμέτρηση ανάμεσα στην ενεργητικότητα και την παθητικότητα. Εχει και θετικές πλευρές ότι αυτό που έμοιαζε απόμακρο και ψυχρό, το κράτος, ήρθε και άφησε πάνω στις άμαθες ψυχές το πυρακτωμένο του σίδερο. Δεν είναι πια παιδιά προστατευμένα, το νιώθουν και αντιδρούν. Το ζήτημα είναι αν η αντίδρασή τους θα είναι και ενάντια στις δικές τους ροπές και στις αδυναμίες τους. Δεν γίνεται να αξιώνουν μεγαλύτερη ασφάλεια στους σιδηροδρόμους και από την άλλη να μεθάνε με την ταχύτητα στις μοτοσικλέτες τους και στα αυτοκίνητα που οδηγούν και με τα οποία παίζουν αψήφιστα το παιχνίδι «χαίρομαι να σε προσπερνώ».
Ισως φαίνεται άτοπο να ζητάμε την ωρίμαση πριν από την ώρα της. Αλλά ποιος ορίζει ποια είναι αυτή η ώρα; Μερικές φορές μία χώρα είναι σαν να κάνει έκκληση στο πιο άγουρο, στο πιο άπειρο τμήμα του πληθυσμού της για να κάνει ένα άλμα πάνω από την ηλικία του. Η Ελλάδα εκεί στέκεται σήμερα. Στέκεται στο σημείο να καλεί τους νέους να την κρίνουν με μία σκέψη αγνή, καθαρκτική. Η ίδια θα ήθελε να λυτρωθεί με αυτήν την κριτική και δεν βρίσκει άλλο τρόπο να το κάνει. Της φαίνεται αδύνατο να πιστέψει ότι - με ελάχιστες εξαιρέσεις - στα κόμματα, στα συνδικάτα, σε κυβερνητικούς κύκλους συζητιέται σοβαρά το τι σημαίνει να είναι κάποιος ευσυνείδητος στη δουλειά του, να πειθαρχεί σε κανόνες, να εκτελεί το καθήκον του, και το κυριότερο να αγαπά αυτό που ανέλαβε να εκτελέσει. Οπότε η μόνη ελπίδα εναποτίθεται στη νεανική περιφέρεια και όχι στο διεφθαρμένο κέντρο. Ας ελπίσουμε ότι η περιφέρεια δεν θα πάψει να κοιτάει προς το κέντρο. Οτι οι κριτές θα μείνουν εκεί και δεν θα φύγουν για άλλα μέρη με μια αηδία για εισιτήριο.
Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών