Συμπληρώθηκαν χθες τριάντα τρία χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Τσαρούχη. Αν μνημονεύουμε την επέτειο, χωρίς να συγκροτεί σε χρόνια έναν στρογγυλό αριθμό, είναι κυρίως γιατί ο Τσαρούχης εξακολουθεί να κυριαρχεί ως ένα πρωταγωνιστικό κεφάλαιο της εικαστικής και πνευματικής δημιουργίας. Ακριβώς γιατί με τα ζωγραφικά του έργα, τα απειράριθμα κείμενά του (αποταμιευμένα σε επτά τόμους) και την εν γένει παρουσία του (έστω και αν συμπλέκονται με έναν τρόπο όχι ιδιαίτερα σεβαστικό ο μύθος με την πραγματικότητα), συνιστά μια πηγή που τα αποθέματά της αποδεικνύονται αστείρευτα και διαρκώς ανανεούμενα. Σε αντίθεση με άλλους ζωγράφους, όπως για παράδειγμα ο Γιάννης Μόραλης ή ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας, που είχαν οργανώσει ένα αδιαπέραστο προστατευτικό σύστημα όταν επρόκειτο να δουλέψουν, ο Τσαρούχης, οποιαδήποτε στιγμή μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες, θα καθόταν μπροστά στο τελάρο για να ζωγραφίσει, ή για να σχεδιάσει σε ένα κομμάτι χαρτί που του είχαν βάλει μπροστά του. Ενώ συχνά θα «πεταγόταν» ως την κουζίνα για να ελέγξει αν τα φασόλια που μαγειρεύονταν είχαν ψηθεί. Συζητώντας ταυτόχρονα με τους δυο – τρεις το λιγότερο φίλους που είχαν έρθει από νωρίς το πρωί, όχι βέβαια για να τον παρακολουθήσουν να εργάζεται, όσο για να μοιραστούν μαζί του μια ώρα που, αν και ώρα δουλειάς για τον Τσαρούχη, θα διανθιζόταν πάντα με λογής σχόλια και αναμνήσεις.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ