Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Είναι γνωστό ότι μερικές παθογένειες στην κοινωνία μας διογκώνονται με τον χρόνο όταν τα παραπτώματα μένουν ατιμώρητα. Για παράδειγμα, το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ, που εγκρίθηκε πριν από λίγες μέρες από τη Bουλή, περιλαμβάνει μια σειρά από άρθρα που αναφέρονται στις συνέπειες σοβαρών παραβιάσεων της ακαδημαϊκής δεοντολογίας (π.χ. αντιγραφή, λογοκλοπή) ή του κανονισμού λειτουργίας (π.χ. καταλήψεις). Θα περιμένουμε τώρα τα ΑΕΙ να εφαρμόσουν αυτόν τον νόμο ακόμα και αν διαφωνούν με την ύπαρξή του, μια και για πολλά χρόνια γνωρίζουν αυτά τα προβλήματα και δεν κάνουν τίποτα.
Το κράτος δημιούργησε μια υπηρεσία αξιολόγησης και πιστοποίησης των ΑΕΙ και των τμημάτων τους, την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ). Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι η ΕΘΑΑΕ διαπιστώνει, όταν αξιολογεί ή πιστοποιεί ένα τμήμα, ότι πολλά πράγματα πάνε στραβά. Τα επισημαίνει στο τμήμα και παραδίδει τις υποδείξεις στον πρόεδρο ή και στον πρύτανη. Για παράδειγμα, αν γίνει πιστοποίηση από την ΕΘΑΑΕ σε κάποιο τμήμα, είναι πιθανό να κάνει προτάσεις στο τμήμα σχετικά με την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών, μια και ο μέσος χρόνος απόκτησης του πτυχίου στο τμήμα αυτό ξεπερνά τα 7-8 χρόνια. Αν το τμήμα στη συνέχεια αγνοήσει τις υποδείξεις της επιτροπής αξιολόγησης ή πιστοποίησης, ποιες θα είναι οι πραγματικές συνέπειες για αυτή την αδιαφορία απέναντι στις υποδείξεις της ΕΘΑΑΕ; Η απάντηση μάλλον είναι καμία και άρα το μόνο που μπορεί ουσιαστικά να προσφέρει η ΕΘΑΑΕ είναι να καταθέσει στη Bουλή και στο υπουργείο Παιδείας τις τεκμηριωμένες διαπιστώσεις και συστάσεις της ώστε να πάρουν τα δικά τους μέτρα. Για παράδειγμα, το υπουργείο Παιδείας νομοθέτησε σωστά ότι ο μέγιστος αριθμός σπουδών στα ΑΕΙ θα είναι ν+ν/2. Για να πάρει αυτή την απόφαση, βασίστηκε σε πληροφορίες που θα μπορούσε να παρέχει η ΕΘΑΑΕ σχετικά με το ερώτημα: Σε πόσα πανεπιστημιακά τμήματα στην Ελλάδα το ποσοστό των φοιτητών/τριών που παίρνει πτυχίο σε περισσότερα από ν+ν/2 χρόνια είναι πάνω από το 50% των εγγεγραμμένων φοιτητών; Αν η απάντηση είναι στη συντριπτική πλειοψηφία, πώς περιμένει να λειτουργήσει αυτό το νομοσχέδιο; Προχώρησε σε μια τόσο ριζική απόφαση χωρίς δεδομένα από την ΕΘΑΑΕ;
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι ενώ στα ΑΕΙ υπάρχει εδώ και χρόνια υπηρεσία που αξιολογεί τα τμήματα, μαζεύει δεδομένα και καταθέτει προτάσεις που αν θέλουν τις ακολουθούν τα τμήματα. Αν όχι… δεν πειράζει. Το υπουργείο από την άλλη χαράζει πολιτική χωρίς να ζητήσει δεδομένα από την αρμόδια Αρχή. Η ΕΘΑΑΕ λειτουργεί χωρίς να έχει απαντηθεί το ερώτημα: Ποιες είναι οι συνέπειες της αδιαφορίας των AEI για τις προτάσεις της; Η απάντηση είναι ουσιαστικά καμία… γιατί η «ποινή» που έχει ανακοινωθεί, ότι το 20% της χρηματοδότησης των λειτουργικών εξόδων των ΑΕΙ θα συνδέεται με την αξιολόγησή τους, δεν ενδιαφέρει τους καθηγητές στα ΑΕΙ. Παράλληλα, είναι ανοικτή η πόρτα να αναπληρώσουν τα πανεπιστήμια χρήματα που θα «χάσουν» από την αξιολόγηση, που είναι μηδαμινά, από τα αποθεματικά των Επιτροπών Ερευνών (ΕΛΚΕ).
Αν αρχίσει από Σεπτέμβριο το ίδιο έργο με την αξιολόγηση που παρακολουθούμε στα ΑΕΙ και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τότε τα αποτελέσματα θα είναι τα ίδια, δηλαδή «όλα θα είναι θέμα προσωπικού γούστου του κάθε εκπαιδευτικού ή εκπαιδευτικής μονάδας» ανεξάρτητα από αυτά που λέει και υποδεικνύει η αξιολόγηση.
Η αξιολόγηση χρειάζεται σαφές πλαίσιο σύνδεσης των ευρημάτων της με τις συστάσεις για τη βελτίωση των προβλημάτων που αναδεικνύει και των μέτρων που θα ληφθούν αν οι προτάσεις αγνοούνται προκλητικά από μερίδα εκπαιδευτικών ή εκπαιδευτικών μονάδων. Υπάρχει δυστυχώς μεγάλη παράδοση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα να αγνοούνται τα ευρήματα και οι προτάσεις που συνδέονται με την αξιολόγηση, οπότε, πριν αρχίσει να λειτουργεί ο νέος θεσμός, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα «γιατί κάνουμε την αξιολόγηση;». Προσωπικά θα μου έφτανε η απάντηση: «Για να συγκεντρώσουμε δεδομένα από τη σχολική ζωή για να χαράξουμε ρεαλιστικότερη εκπαιδευτική πολιτική».
Ο Λουκάς Βλάχος είναι καθηγητής Φυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης