Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Λίγες ημέρες πριν από την ορκωμοσία του νέου αμερικανού προέδρου, ένας λευκός, νέος άνδρας πήρε το όπλο του, οδήγησε έξι ώρες από το σπίτι του, έφθασε στην Ουάσιγκτον, εισέβαλε σ' ένα κτίριο κι άρχισε να πυροβολεί. Δεν συνέβη τώρα. Είχε συμβεί τον Δεκέμβριο του 2016. Και η εισβολή δεν έγινε στο Καπιτώλιο, αλλά σε μια πιτσαρία - ο ιδιοκτήτης της οποίας, παρεμπιπτόντως, είναι ελληνικής καταγωγής. Ο εισβολέας ήθελε να συλλάβει επ' αυτοφώρω τους συνεργάτες της Χίλαρι Κλίντον που οργάνωναν, υποτίθεται, στο υπόγειο αυτής της πιτσαρίας σατανιστικές τελετές παιδεραστίας και κανιβαλισμού. Αυτό υποστήριζε μια «είδηση» που είχε σκάσει με πάταγο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παραμονές των εκλογών. Ενα από τα πολλά fake news που σ' εκείνη την προεκλογική περίοδο είχε μετρηθεί ότι κυκλοφορούσαν στο Διαδίκτυο με ασύγκριτα μεγαλύτερη ταχύτητα από τις πραγματικές ειδήσεις.
Η πιτσαρία, βέβαια, δεν φιλοξενούσε παιδιά-σκλάβους και σατανιστικές τελετές. Δεν είχε καν υπόγειο. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι μια έρευνα του YouGov, μήνες αργότερα, βρήκε πως το 46% των ψηφοφόρων του Τραμπ και το 17% των ψηφοφόρων της Χίλαρι, εξακολουθούσαν να θεωρούν την ιστορία του «pizzagate» αληθινή. Διόλου παράξενο, λοιπόν, που μεγάλα ποσοστά ρεπουμπλικανών ψηφηφόρων εξακολουθούν σήμερα να πιστεύουν ότι ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές και του έκλεψαν τη νίκη.
Από τότε, από το 2016 του Brexit και του Τραμπ, η συζήτηση γύρω από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει πάρει φωτιά. Και η φωτιά φουντώνει με νέες, κάθε τόσο, αφορμές. Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο, η αφορμή ήταν η δολοφονία του Samuel Paty, ενός καθηγητή Ιστορίας σε γυμνάσιο παρισινού προαστίου. Ο καθηγητής είχε οργανώσει ένα μάθημα για την ελευθερία του λόγου και τα όριά της, με παράδειγμα τα σκίτσα του Μωάμεθ, εξαιτίας των οποίων είχαν δολοφονηθεί οι συντάκτες του Charlie Hebdo. Ο πατέρας μιας μουσουλμάνας μαθήτριας διαμαρτυρήθηκε στο σχολείο και την αστυνομία, η έρευνα και των δύο αθώωσε τον καθηγητή, αλλά μια εκστρατεία μίσους στο Διαδίκτυο τον καταδίκασε. Ο άγνωστός του δολοφόνος παραμόνευε ένα πρωί στον δρόμο από το σχολείο στο σπίτι, τον αποκεφάλισε και ανάρτησε μια φωτογραφία του κομμένου κεφαλιού - πού αλλού; - στο Τwitter. Επειτα ήταν οι πρόσφατες αμερικανικές εκλογές. Οπου ο κόσμος είδε, για πρώτη φορά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να γίνονται πλατφόρμα συστηματικής αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος, της δημοκρατικής διαδικασίας της ίδιας. Κι ύστερα είδε έναν εν ενεργεία πρόεδρο να καλεί μέσω Τwitter τους οπαδούς του να συγκεντρωθούν «άγριοι» για να εμποδίσουν το Κογκρέσο να επικυρώσει την εκλογική του ήττα και στη συνέχεια να τους αποδίδει έπαινο, όταν εκείνοι εισέβαλαν στο Καπιτώλιο για να πάρουν πίσω την «κλεμμένη» εκλογή.
Κάπως έτσι φθάσαμε σε ένα σημείο καμπής. Η απόφαση του Τwitter, του Facebook και του Youtube να αποκλείσουν τον Τραμπ από τις πλατφόρμες τους, είναι μια πράξη δίχως επιστροφή. «Λογοκρίνοντας» τον πρόεδρο, αναγνωρίζουν ότι δεν είναι απλώς πλατφόρμες, όπως έλεγαν, έχουν συντακτική ευθύνη για ό,τι διακινείται επ' αυτών. Οπως ο δημοσιογράφος, ο εκδότης μιας εφημερίδας, ο ιδιοκτήτης ενός τηλεοπτικού σταθμού. Το επιχείρημά τους ήταν ότι ως πλατφόρμες φέρουν τόση ευθύνη για τα μηνύματα που μεταφέρουν, όση και τα ταχυδρομεία για το περιεχόμενο των επιστολών μας. Αλλά το ταχυδρομείο δεν κερδίζει διαφημιστικά έσοδα από τις επιστολές που διακινεί, εισπράττει απλώς ένα τέλος για τις υπηρεσίες του. Δεν έχει συνεπώς συμφέρον να είναι οι επιστολές μας όσο γίνεται πιο εθιστικές, ούτε έχει αλγόριθμους που να στέλνουν αδιάκοπα στον καθένα μας επιστολές που τον ενδιαφέρουν, αιχμαλωτίζουν την προσοχή του, ταιριάζουν στα γούστα του.
Η έμμεση αναγνώριση από τα αφεντικά των social media ότι έχουν μια ευθύνη για το περιεχόμενο και ότι η ευθύνη χρήζει ρύθμισης - που προφανώς δεν μπορεί να ανατεθεί στους ίδιους - είναι ένα πρώτο μεγάλο βήμα. Αλλά η συζήτηση δεν τελειώνει εδώ. Μόλις αρχίζει. Πώς και ποιος μπορεί να ελέγξει αυτό το φουρτουνιασμένο πέλαγος; Πώς και ποιος μπορεί να βάλει κανόνες και όρια, χωρίς να ακυρώσει την ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα στην ισηγορία, που ο ψηφιακός κόσμος αποδίδει στον καθένα μας;
Υπάρχει μια τάση να φορτώνονται στα social media όλες οι αμαρτίες του σύγχρονου κόσμου - η τοξική κοινωνική πόλωση, η άνθηση των θεωριών συνωμοσίας, η πλημμύρα του μισαλλόδοξου, φανατικού λόγου, ο πολλαπλασιασμός των κηρυγμάτων μίσους, η πριμοδότηση των πιο χυδαίων δημαγωγών. Προφανώς δεν ανήκει στο μέσον όλη η ευθύνη για το μήνυμα. Το φαινόμενο, είτε με αμερικανικό είτε με ελληνικό είτε με γερμανικό χρώμα, έχει τις ρίζες του σε πραγματικές αιτίες, στον πραγματικό κόσμο των αβυσσαλέων ανισοτήτων. Κι ούτε ανακάλυψαν τα social media την τέχνη της εντυπωσιοθηρίας. Μα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ψηφιακή εποχή έδωσε στην αρχαία αυτή τέχνη πρωτοφανείς διαστάσεις κάνοντας πολύ δύσκολη την επιβίωση του ορθού λόγου και της μετριοπαθούς διατύπωσής του. Εκανε, προπάντων, πολύ εύκολη την αποδόμηση του πραγματικού, αφού δεν υπάρχει πια αλήθεια, μόνον εναλλακτικές εκδοχές της, δεν υπάρχουν γεγονότα, μόνον εναλλακτικές αφηγήσεις. Εχει ειπωθεί πως αν δεν προσχωρήσει, με κάποιο τρόπο, ο νέος κόσμος της ψηφιακής δικτύωσης στους παλιούς κανόνες της δημοσιογραφίας, αν δεν αποκατασταθεί η αξιοπιστία της αφήγησης, η εμπιστοσύνη στη διάκριση της αλήθειας από το ψέμα, είναι δύσκολο να επιστρέψει και η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία.
Το θέμα, προφανώς, δεν είναι να φραχτεί το Διαδίκτυο με ψηφιακά συρματοπλέγματα. Το θέμα είναι να αλλάξει η εμπορική λογική των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και οι περίφημοι αλγόριθμοι που την υπηρετούν - και για να την υπηρετήσουν πριμοδοτούν ό,τι θα αιχμαλωτίσει την προσοχή μας, αληθινό ή fake αδιάφορο, όσο πιο ακραίο τόσο καλύτερα. Και το θέμα δεν είναι να περιοριστεί η ελευθερία του χρήστη των social media, μα αντίθετα να ενισχυθεί. Να ανακτήσει ο πολίτης τον έλεγχο των δεδομένων του και το δικαίωμα να τα εκχωρεί εν γνώσει του. Να αποκτήσει δικαίωμα άμυνας απέναντι σε αυτόν τον νέο «καπιταλισμό της επιτήρησης» ή «κατασκοπευτικό καπιταλισμό», όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά ο όρος της Σοσάνα Ζούμποφ.