Σε μια πρώτη, ανάλαφρη ανάγνωση, τα βιβλία του ζωντάνευαν κατασκοπικές ιστορίες. Εμβαθύνοντας κανείς όμως στα κείμενά του μπορεί να διακρίνει μια νοητή γραμμή που συνδέει πάντα τους ήρωές του με την πορεία του σύγχρονου δυτικού κόσμου, θίγοντας συχνά τις πιο σημαντικές του στάσεις. Από τον Ψυχρό Πόλεμο και την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη έως το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος από το εμπόριο των ναρκωτικών, η δυτική ταυτότητα χτίζεται λέξη λέξη. Ισως γι' αυτό τα έργα του έγιναν μπεστ σέλερ, απέκτησαν φανατικούς αναγνώστες κι ενέπνευσαν κινηματογραφικές μεταφορές τους. Οσο κι αν τα βιβλία τού Τζον λε Καρέ μοιάζουν να συντάχθηκαν απνευστί, πίσω από κάθε πρότασή τους κρύβεται ενδελεχής έρευνα και μπόλικη δόση προσωπικής εμπειρίας από τα χρόνια του στη βρετανική αντικατασκοπία.
Χαρακτηριστική είναι η εμπειρία που μοιράστηκε ο Τζεφ Λιν, αρχισυντάκτης του ερευνητικού ρεπορτάζ στη «Washington Post», με το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας τον περασμένο Δεκέμβριο, στον απόηχο της είδησης του θανάτου του Λε Καρέ, σε ηλικία 89 ετών. Οι δυο άνδρες γνωρίστηκαν το 1991, όταν ο βρετανός συγγραφέας θέλησε να ερευνήσει την υπόθεση των κολομβιανών καρτέλ κοκαΐνης, αναζητώντας έμπνευση για το επόμενο έργο του. Ο Λιν την περίοδο εκείνη θεωρούνταν αναγνωρίσιμο πρόσωπο στον δημοσιογραφικό κόσμο αφού χάρη στις έρευνές του για λογαριασμό της εφημερίδας «Miami Herald» αποκάλυψε τη δράση του Πάμπλο Εσκομπάρ και των συνεργατών του. Η επιτυχία του στο συγκεκριμένο ρεπορτάζ καταγράφηκε μαζί με τον συνεργάτη του Γκι Γκουλιότα στο βιβλίο «Kings of Cocaine», παρουσιάζοντας στον κόσμο την ενδελεχή προσέγγιση του καρτέλ του Μεντεγίν.
Ο τετράγωνος. Η ενδιαφέρουσα ιστορία που έδωσε στο αναγνωστικό κοινό, το θρίλερ με το εμπόριο ναρκωτικών, τους κατασκόπους και τα εκατομμύρια δολάρια που στοιβάζονταν στην έπαυλη του βαρόνου της κοκαΐνης, κέντρισε το ενδιαφέρον του Ντέιβιντ Κόρνγουελ. Αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του πρώην κατασκόπου που βρήκε το alter ego του στη λογοτεχνία κι απέκτησε το γαλλικό ψευδώνυμο Λε Καρέ, ο τετράγωνος δηλαδή στα ελληνικά. Αυτό χρησιμοποίησε όταν έγραψε το πρώτο του βιβλίο στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν ήταν άγνωστος στους πολλούς και γνωστός μόνο στους συναδέλφους του που υπηρετούσαν ακόμα τη Βρετανία. Το συγκεκριμένο όνομα, αν και προσωρινό, έμεινε τελικά πάνω του κι έγινε συνώνυμο των πιο συναρπαστικών ιστοριών κατασκοπείας στη σύγχρονη αγγλική λογοτεχνία. Στον Λιν παραδέχτηκε πως το γιατί επέλεξε να αυτοπροσδιοριστεί ως τετράγωνος το είχε αφηγηθεί τόσο πολλές φορές και σε διαφορετικές παραλλαγές που πλέον δεν θυμόταν καλά καλά πώς προέκυψε.
Ο Λιν με τον Λε Καρέ πέρασαν παρέα δύο εβδομάδες στο Μαϊάμι, τριγυρίζοντας από πηγή σε πηγή για να αντλήσουν στοιχεία. Ο μεν δημοσιογράφος για το επόμενο μεγάλο ρεπορτάζ του, ο δε συγγραφέας για τον μανδύα αληθοφάνειας με τον οποίο ήθελε πάντα να τυλίγει την ιστορία του και τους ήρωές της. Ο Λιν ήταν ήδη φανατικός αναγνώστης των έργων του, όταν ο Λε Καρέ τού τηλεφώνησε στα γραφεία της εφημερίδας για να του ζητήσει ένα ραντεβού. Δεν μπορούσε λοιπόν να αντισταθεί στον πειρασμό της γνωριμίας του μ' έναν δημιουργό τον οποίο συχνά θυμόταν όταν ερευνούσε τον κόσμο του εμπορίου των ναρκωτικών. Οι δυο τους συναντήθηκαν σε πολυτελές παραλιακό ξενοδοχείο του Μαϊάμι κι έκτοτε οι δρόμοι τους δεν χώρισαν για τις επόμενες 15 ημέρες.
Κυκλώματα. Ο Λε Καρέ ήταν ήδη ένας ασπρομάλλης 60χρονος συγγραφέας, στο απόγειο της διασημότητάς του. Η γοητευτική βρετανική του προφορά έκρυβε κατά κάποιον τρόπο το αυστηρό βλέμμα του, που ήταν σαν να διάβαζε διαρκώς όποιον καθόταν απέναντί του. Ευγενικός και αρκετά επικοινωνιακός, αιχμαλώτισε την καρδιά του 34χρονου τότε δημοσιογράφου, ο οποίος δέχτηκε να τον μυήσει στο προσωπικό του δίκτυο επαφών στην αστυνομία του Μαϊάμι, τη δίωξη ναρκωτικών, το δικαστικό σώμα και βέβαια τις μυστικές υπηρεσίες της Φλόριντα. Αν και ο ίδιος λόγω της δημοσιότητας που είχε λάβει η δουλειά του με το καρτέλ του Μεντεγίν έδινε πολλές συνεντεύξεις, φρόντιζε να μην αποκαλύπτει ιδιαίτερες λεπτομέρειες για τη δράση των κυκλωμάτων αυτών. Φύλαγε το «ζουμί» του διετούς ρεπορτάζ του για το νέο βιβλίο που είχε στα σκαριά.
Με τον Λε Καρέ, ωστόσο, ήταν διαφορετικά. Είχε μεν επιχειρήσει να μείνει στην επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά τελικά λύγισε και του άνοιξε όλα του τα χαρτιά. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφερόταν να μάθει για τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι μαφιόζοι, την τεχνολογία που επιστράτευαν ή και την οργάνωσή τους. Καιγόταν να βυθιστεί στις σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες, τους διαλόγους τους, τις μικρές λεπτομέρειες που συνέθεταν όμως ολόκληρο το σύμπαν τους. Και το πέτυχε. Αρχικώς, με τις αφηγήσεις του Λιν για τη δομή των καρτέλ, το ξέπλυμα του χρήματος που έκαναν, τα μέρη όπου έκρυβαν τα ναρκωτικά και βέβαια τα σημάδια που άφηναν πάντα στα σημεία των εγκλημάτων τους.
Το επόμενο στάδιο της έρευνάς του ήταν η συνάντησή του με πρόσωπα σε θέσεις που πολεμούσαν απέναντι στους βαρόνους της κοκαΐνης. Από την υπηρεσία για τα τσιγάρα και το αλκοόλ, μέχρι το FBI, την εισαγγελία της Φλόριντα και τα τελωνεία. Καθημερινά, οι δύο άνδρες επιβιβάζονταν στο λευκό Honda Civic του Λιν και πήγαιναν από γραφείο σε γραφείο. Ο δημοσιογράφος είχε ελεύθερη πρόσβαση λόγω της ιδιότητάς του και για τον Λε Καρέ το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο ήταν το διαβατήριό του στο ταξίδι αυτό. Λόγω της διασημότητάς του, κατάφερνε να κερδίζει την εμπιστοσύνη όσων κρατικών αξιωματούχων τού σύστηνε ο Λιν. Κι ας μην αντιλαμβάνονταν όλοι αμέσως την ταυτότητά του όταν ο ίδιος τους παρουσιαζόταν ως Ντέιβιντ Κόρνγουελ.
Αποκαλύψεις. Οταν δεν συναντούσαν κόσμο, μιλούσαν για την κοκαΐνη, την κατασκοπεία, τη δημοσιογραφία και βέβαια την τέχνη του γραψίματος. Σε κάποιες στιγμές, ο Λε Καρέ χαλάρωνε κι αποκάλυπτε λεπτομέρειες για τα έργα του. Οπως ότι το αγαπημένο του ήταν ο «Τέλειος κατάσκοπος» γιατί αναφερόταν στον πατέρα του. Μια και ο Λιν είχε φοιτήσει στο τμήμα της αγγλικής φιλολογίας, άνοιγε συζητήσεις και για τους προσωπικούς του αγαπημένους συγγραφείς, κι ας ήταν «ανταγωνιστές» του Λε Καρέ. Παρόλο που ο ίδιος είχε μπει στη διαδικασία να σχολιάσει με θετικό τρόπο την πρώτη συγγραφική προσπάθεια του Λιν, όταν πλέον απέκτησε την απαραίτητη οικειότητα, ανέτρεψε αυτή του τη στάση, μένοντας σε πιο δύσκολα σημεία του βιβλίου που ο δημοσιογράφος τυχόν δεν είχε δει. Ασφαλώς πιο γαργαλιστικές ήταν οι λεπτομέρειες από τα παρασκήνια του Χόλιγουντ, όταν τα βιβλία του μεταφέρονταν στη μεγάλη οθόνη. Ποτέ ο Βρετανός δεν έχανε την ενέργειά του και τη διάθεσή του να χτίσει το απαραίτητο δίκτυο συνεργατών που θα του παρείχαν την απαραίτητη έμπνευση για τα επόμενα έργα του. Κι ας πήγαινε από ραντεβού σε επαγγελματικό δείπνο και σε γραφείο δημόσιων υπηρεσιών.
Την τελευταία φορά που ο Λε Καρέ επισκέφτηκε το Μαϊάμι ήταν έναν χρόνο αργότερα, όταν πλέον είχε στα χέρια του το χειρόγραφο της «Νυχτερινής βάρδιας», ενός έργου που έμελλε να πουλήσει περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Η συγκεκριμένη δουλειά του ήταν διαφορετική από όλες τις προηγούμενες. Καταπιανόταν με την εξωτερική πολιτική της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Μοιραία, στις σελίδες του μπλεκόταν το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων από τους μεγαλοεγκληματίες της περιοχής. Η ιστορία μπόλιαζε τις πληροφορίες που είχε συλλέξει από την έρευνά του με τον Λιν, τα βιογραφικά στοιχεία της ζωής του και την απαραίτητη δόση φαντασίας.
Προσωπικός αναγνώστης. Ο Βρετανός κάλεσε σε δείπνο το ζεύγος Λιν κι έδωσε στον δημοσιογράφο να διαβάσει τις σελίδες της επικείμενης έκδοσης. Του εκμυστηρεύτηκε πως του αρέσει να έχει πέντε έμπιστους αναγνώστες που εξέταζαν κάθε βιβλίο πριν ακόμα βγει στα ράφια των καταστημάτων. Συνήθως ήταν ο βραβευμένος με Οσκαρ Σίντνεϊ Πόλακ, σκηνοθέτης ταινιών όπως οι «Πέρα από την Αφρική», «Τα καλύτερά μας χρόνια» και «Οι τρεις μέρες του κόνδορα». Ωστόσο, ο Λιν με τη βοήθειά του είχε κερδίσει μια θέση στον στενό κύκλο των προσωπικών αναγνωστών του Λε Καρέ.
Η πρώτη του αντίδραση στα όσα διάβαζε ήταν μουδιασμένη. Το χειρόγραφο, ωμό και με κάποιες κλασικές ατέλειες, του φάνηκε λιγότερο καλό από τα μπεστ σέλερ που είχε αγαπήσει. Επίσης, ήταν περίεργο να βλέπει τον κόσμο των λατίνων εμπόρων ναρκωτικών να συγκρούεται με πράκτορες που έμοιαζαν με καουμπόηδες κι όλα αυτά να τα διηγείται ένας βρετανός αστός, σπουδαγμένος στην Οξφόρδη. Σιγά σιγά όμως οι ήρωές του άρχισαν να τον κερδίζουν, να μεστώνουν μέσα του μέχρι που ως εκ θαύματος τον συνεπήραν. Η έξαψη αυτή ακολουθήθηκε από τον προβληματισμό: τι θα μπορούσε να προσθέσει ο ίδιος για να βελτιώσει ένα τόσο καλό έργο; Φοβόταν πως οι διορθώσεις του θα φαίνονταν σαν μια μουντζούρα, ένα άσκοπο γκραφίτι πάνω σ' ένα αριστούργημα ζωγραφικής. Γι' αυτό κι αρκέστηκε να του αλλάξει κάποια εξόφθαλμα λάθη που δεν αντιστοιχούσαν στις πραγματικές ιστορίες που είχε ακούσει από τους πράκτορες των κρατικών υπηρεσιών.
Φεύγοντας, ο Λε Καρέ άφησε στον δημοσιογράφο έξι υπογεγραμμένα αντίτυπα προηγούμενων βιβλίων του και μια γενναία αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Δεν έμαθε ποτέ ότι ο δημοσιογράφος της «Washington Post» θα είχε μοιραστεί το ταξίδι αυτό μαζί του και δωρεάν.