Τον Αύγουστο του 1970 κατέφθασε ο Στιβ. Εστησε τη σκηνή του κάτω από ένα αρμυρίκι και κοιμήθηκε. Ολη μέρα βουτούσε στη θάλασσα. Είχε ξανθωπά γένια και μακριά μαλλιά. Ενας πιο ατημέλητος Λάκης Κομνηνός. Η πουριτανική και αντικομουνιστική χωροφυλακή είχε μια ιδιότυπη ανεκτικότητα στον σκηνίτη. Το βραδάκι πήγαινε στο καφεζυθεστιατόριον, έπινε ρετσίνα και έτρωγε ντοματοσαλάτα με πατάτες τηγανητές. Σε λίγες μέρες ήρθε με το πλοίο και η κοπέλα του. Κοντά 20 ώρες το ταξίδι Πειραιάς – Καρλόβασι Σάμου. Ηταν οι πρώτοι τουρίστες. Το 1974, όταν έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το Λιμάνι έγινε σαν μικρή Δουνκέρκη. Ουρές αυτοκινήτων, συνωθούμενοι πεζοί. Ο κόσμος έφευγε άρον άρον για την Αθήνα. Μικρά Φιατάκια, Πεζό, Σκαραβαίοι με σχάρα οροφής, τίγκα στις καρό βαλίτσες και τα καλάθια με αβγά και αμπελοφάσουλα. Επέστρεφαν στα Πατήσια, στην Κυψέλη, στο Παγκράτι. Ο τουρισμός ακόμα ήταν «ελληνικός», διανθισμένος με λίγους ξένους που προσχωρούσαν στο ούζο. Από τις 15 Αυγούστου και μετά, ερήμωνε ο τόπος. Ενας θερινός χειμώνας άρχιζε. Αυτή την ερημιά συναντά κανείς σήμερα. Αδειες παραλίες, καμιά ταβερνούλα με κοκκινιστό, επανεθνικοποίηση του τουρισμού. Αραγμένα τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα, κλειστά τα περισσότερα ξενοδοχεία. Χάθηκε η χρονιά. Ανόρεχτος τρύγος, αγωνία πολλών νέων να προσληφθούν ως συνοριοφύλακες, παρά να ασχοληθούν με τα αγροτικά.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ