Κατεβαίνοντας τη Λεωφόρο Μεσογείων, 45 περίπου λεπτά πριν από την επίσημη έναρξη του συλλαλητηρίου. Μια παρέα εφτά – οκτώ ατόμων περπατούσε στο πεζοδρόμιο, λίγο πιο κάτω από τη διασταύρωση με την Κατεχάκη. Μέχρι 30 ετών το πολύ, αγόρια και κορίτσια, παιδιά που παλεύουν για το μεροκάματο. Με τις ελληνικές σημαίες διπλωμένες στα πλαστικά τους «κοντάρια». Φως φανάρι πού πήγαιναν.  Ενα τετράγωνο πριν από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, κάτω από τα οποία ήταν μαζεμένοι καμπόσοι «φουσκωτοί», τα παιδιά με τις σημαίες πέρασαν στο απέναντι πεζοδρόμιο, συνέχισαν την πορεία τους κατά μήκος του πεζοδρομίου της Σχολής Αστυνομίας και στο επόμενο φανάρι, αφού είχαν προσπεράσει τους χρυσαυγίτες, ξαναπέρασαν απέναντι. Η σκηνή αυτή είναι απάντηση γι’ αυτούς που επιμένουν ότι όσοι κατέβηκαν στο χθεσινό συλλαλητήριο είναι χρυσαυγίτες, φασίστες, γραφικοί, πατριδοκάπηλοι, εθνικιστές. Μπαίνοντας από το Κολωνάκι για να πλησιάσω το Σύνταγμα, είδα τους ανθρώπους που θα έβλεπα στην περιοχή ένα οποιοδήποτε Σάββατο. Νεαρά άτομα,  παρέες 15χρονων, νέους γονείς με τα παιδιά τους, μεσήλικες κυρίες με τα παλτό τους, νεάζοντες «διανοούμενους» με τα μπουφάν τους, κάποια ζευγάρια με ενδυματολογικά υπολείμματα από το περασμένο βράδυ, κινούνταν όλοι προς την Ακαδημίας. Με μια μικρή σημαία στο χέρι οι περισσότεροι, αγορασμένη προφανώς από τα καροτσάκια που είχαν στηθεί στην Πλατεία Κολωνακίου.

Πλησιάζοντας όμως την Ακαδημίας, η σύνθεση του κόσμου αρχίζει να αλλάζει. Και να αυξάνεται η πυκνότητά του. Μέχρι το Σύνταγμα γίνεται το αδιαχώρητο. Γιαγιάδες και παππούδες, καταφανώς ταλαιπωρημένοι. «Ξέρεις από πού ερχόμαστε με τα πόδια; Εχουν κόψει τις συγκοινωνίες» μου λένε. «Και γιατί κατεβήκατε;». «Για τη Μακεδονία μας». «Από πού είστε;». «Από τη Ρόδο». Κάθε τόσο μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων που φαίνεται να έχουν μια συνάφεια. Μια τάξη σχολής, οι «συναδέλφισσες» από μία εταιρεία, οι καθηγήτριες ενός σχολείου, η «αντροπαρέα» του καφενείου. Τα συνθήματα που ακούγονται είναι για τη Μακεδονία και την Ελλάδα. Δεν είναι επιθετικά ούτε διχαστικά ούτε στοχοποιούν κάποιους. Επίσης, σε σύγκριση με το περσινό συλλαλητήριο, δεν είδα ανάμεσα στον κόσμο «εθνολεβέντες», ούτε μασκαράδες, ούτε περικεφαλαίες. Κάποιους παπάδες ναι, αλλά στην ποσόστωση που υπάρχουν και στον πληθυσμό. Το πιο ακραίο θα μπορούσε να θεωρηθεί η σημαία ως μπέρτα στους ώμους.

Μια απολύτως ειρηνική συγκέντρωση. Μέχρι που μια χλαπαταγή ακούγεται από τη μεριά της Βουλής. Την ώρα ακριβώς που ο κόσμος τραγουδά τον Εθνικό Υμνο. Σχεδόν ταυτόχρονα πέφτουν τα πρώτα δακρυγόνα. Μοιάζει να εκτοξεύονται αδιάκριτα προς το πλήθος. Από την Πανεπιστημίου όπου βρίσκομαι δεν έχω καθαρή εικόνα. Ο αέρας δεν έχει ακόμη φέρει κατά ‘δώ την οσμή τους. Ο κόσμος ωστόσο πανικοβάλλεται. Ενας κόσμος που δεν έχει εκπαιδευθεί στο μπάχαλο, που δεν κυκλοφορεί με φίλτρα (για τη μύτη) και βαζελίνη (για τα μάτια) στις τσέπες του. Τρέχουν με κατεύθυνση προς την Καραγεώργη Σερβίας αλλά είναι τόση η πυκνότητα, που μπλοκάρουν. Εκεί φαίνονται και οι πιο έμπειροι που δίνουν συμβουλές προς αντιμετώπιση των χημικών. Εν τω μεταξύ έχει αρχίσει η βροχή που αυξάνει τον πανικό. Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος δεν θέλει να φύγει. Και τα δακρυγόνα συνεχίζουν να πέφτουν θαρρείς από παντού. Το ότι δεν υπήρξαν θύματα μού φαίνεται εντελώς τυχαίο.