Είναι γνωστή η αποστροφή του Αλέξη Μινωτή, δύο – τρία χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, ότι τα περισσότερα θέατρα που λειτουργούσαν την εποχή εκείνη στην Αθήνα θα έπρεπε να λογαριάζονται ως εμπορικά καταστήματα παρά ως χώροι μιας ανώτερης πνευματικής και καλλιτεχνικής ψυχαγωγίας. Προκλήθηκε σάλος, χωρίς ο Μινωτής να ανακαλέσει – δεν το έκανε ποτέ -, κι όταν κατηγορήθηκε ότι ανέβαζε ένα υψηλής τάξεως ρεπερτόριο γιατί δούλευε για το Εθνικό Θέατρο, άρα μπορούσε να ξοδεύει όσα χρήματα ήθελε, ανταπάντησε με δριμύτητα πως το ίδιο ακριβώς ρεπερτόριο ανέβαζε όταν βγήκε στο ελεύθερο θέατρο γιατί η χούντα τον είχε διώξει από την πρώτη κρατική σκηνή.

Το ίδιο αργότερα έγινε και επί ΠΑΣΟΚ (να τα λέμε κι αυτά) όταν απολύθηκε με ένα τηλεφώνημα που δεν του έκανε καν η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, αλλά ένας υπάλληλος του υπουργείου. Αναρωτιέται κανείς τι θα έλεγε αν ζούσε σήμερα ο Μινωτής βλέποντας να ανεβαίνουν στο θέατρο έργα κάθε άλλο παρά θεατρικά αλλά διασκευασμένα σε θεατρική μορφή σενάρια κινηματογραφικών ταινιών της δεκαετίας του ’60. Χωρίς πρόθεση να τον αντιγράψουμε, επειδή είναι σίγουρο το τι θα έλεγε, μόνο μελαγχολία και θλίψη μπορεί να προκαλεί το σχετικό γεγονός, φτάνει να αναλογιστούμε δύο μόνο πράγματα. Ταινίες που αναμφισβήτητα βλέπονταν ευχάριστα, χωρίς αυτό να τις μεταβάλλει σε έργα τέχνης, επιστρέφουν μετά από πενήντα ή και περισσότερα ακόμη χρόνια, ως ένα είδος μιας ανανεωμένης καλλιτεχνικής τροφής, δύσπεπτης, ωστόσο, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, ακόμα και την ώρα που ήταν στη βράση της.

Θα ήταν κάτι προβληματικό – επιεικέστατος όρος – ακόμα κι αν ζούσαμε σ’ έναν κόσμο που παρέμενε ανεξέλικτος ή εξελισσόταν με πολύ αργούς ρυθμούς, αλλά σ’ έναν κόσμο που έχει έρθει κυριολεκτικά το πάνω κάτω, ακόμη και καλλιτεχνικά, δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς τι είδους απόλαυση μπορεί να αισθάνεται κανείς για μορφές ζωής ή για ανθρώπινες συμπεριφορές που έχουν εκλείψει, αν βέβαια υπήρξαν με τον τρόπο που μας παρουσιάζονται στις ταινίες της δεκαετίας του ’60 και τώρα, φευ, στη θεατρική τους μορφή.

Θλίβεται κανείς και για έναν ακόμη λόγο. Ηθοποιοί πολυτάλαντοι με καριέρες τρομερές, στο θέατρο, που ο κινηματογράφος υπήρξε για αυτούς ένα μέσο βιοπορισμού, η κοινή συνείδηση να αγνοεί ή να περιφρονεί το θεατρικό τους «στίγμα», και η Μαίρη Αρώνη, ο Σταύρος Παράβας ή ο Γιάννης Βογιατζής – για παράδειγμα – αντί να ανακαλούνται για τους κολοσσιαίους θεατρικούς τους ρόλους, να κυκλοφορούν ως η «Πάστα Φλώρα», ο «Φίφης», ο «Μικές». Αλλά και τι κατάντημα για μας μια συνθήκη βιοποριστική που συχνά τους ήταν βραχνάς να μας τροφοδοτεί ως η πεμπτουσία της καλλιτεχνικής τους προσφοράς.