Στα χρόνια των μνημονίων η υπονόμευση και η αποδυνάμωση των θεσμών της αγοράς εργασίας κρίθηκαν αναγκαίες από τους δανειστές για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και να αυξηθεί η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Η μείωση του κατώτατου μισθού και η θεσμοθέτηση υποκατώτατου μισθού, δηλαδή η μείωση του εισοδήματος των μισθωτών, αιτιολογήθηκαν στη βάση της νεοφιλελεύθερης αρχής της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης απορρύθμισης και αυτορρύθμισης της αγοράς εργασίας.

Η αποτυχία αυτής της πολιτικής να πετύχει στους στόχους που είχαν τεθεί, καθώς επίσης και οι ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειές της εξακολουθούν να υποτιμώνται στη τρέχουσα δημόσια συζήτηση. Η τελευταία εξαντλείται στη μικροοικονομική συσχέτιση του κατώτατου μισθού με την παραγωγικότητα της εργασίας. Σπανίως ή καθόλου δεν γίνεται αναφορά στην ευθύνη όλων εκείνων που με τις αποφάσεις τους επηρεάζουν τις επενδύσεις, τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογίας, την ποιότητα του management, κ.ά., δηλαδή στους ουσιαστικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της παραγωγικότητας και συνεπώς του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Η παραμόρφωση του ρόλου και η απαξίωση της σημασίας του κατώτατου μισθού ενισχύονται και με τη σκόπιμη εξαίρεση της κερδοφορίας από τον προσδιορισμό της ανταγωνιστικότητας.

Ωστόσο, η ιδεολογικής προέλευσης έμφαση στη μικροοικονομική διάσταση του κατώτατου μισθού περιορίζει την κατανόηση του αναπτυξιακού ρόλου του στην οικονομία. Υπάρχουν σημαντικά εμπειρικά ευρήματα που αποτυπώνουν τη θετική συμβολή ενός υψηλότερου κατώτατου μισθού στη σταθεροποίηση και στη μεγέθυνση της οικονομίας, στη δημιουργία επεκτατικών συνθηκών για μια βιώσιμη δημοσιονομική προσαρμογή, ακόμα και για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Επίσης τη θετική συμβολή στον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής εφόσον η τελευταία επιθυμεί να εξυπηρετεί τον στόχο της ανάπτυξης με δικαιότερη κατανομή της ευημερίας.

Ωστόσο, η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στη μικροοικονομική και μακροοικονομική ποσοτικοποίηση των συνεπειών της αύξησής του. Η θεσμική διάσταση του κατώτατου μισθού είναι καθοριστική, καθώς ο τρόπος προσδιορισμού του προσδιορίζει τη σημασία του για την ίδια τη δημοκρατία. Δυστυχώς όμως η διάσταση αυτή φαίνεται να μη γίνεται αντιληπτή. Για τον λόγο αυτόν θέλω να την υπογραμμίσω. Η εμβάθυνση της δημοκρατίας ουσιαστικοποιείται με τη διεύρυνση και όχι με τη συρρίκνωση του κοινωνικού διαλόγου. Το μνημονιακό μοντέλο προσδιορισμού του κατώτατου μισθού αποδυναμώνει τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων. Ως συνέπεια, ο κοινωνικός διάλογος περιορίζεται και υποβαθμίζεται, καθιστώντας τη δημοκρατία όμηρο ιδεοληπτικών, δήθεν τεχνοκρατικών, αναλύσεων για την ποσοτικοποίηση της «κατάλληλης» αύξησης του κατώτατου μισθού. Εχω ήδη σημειώσει παραπάνω την ιδιαιτέρως περιορισμένη και ανεπαρκή προβληματική της δημόσιας συζήτησης.

Αν πράγματι οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες των μνημονίων άλλαξαν, αν ο συνδυασμός νεοφιλελευθερισμού και πολιτικού λαϊκισμού αποτελεί παρελθόν, τότε το μείζον στη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό είναι η θεσμική αποκατάσταση των δομών κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία προσδιορισμού του κατώτατου μισθού. Η μεταμνημονιακή αναβάθμιση του κοινωνικού διαλόγου είναι ο πολιτικός μονόδρομος για την προστασία της δημοκρατίας μας από τον λαϊκισμό και τον νεοφιλελευθερισμό. Η αγνόηση αυτής της πραγματικότητας και η συνέχιση της μνημονιακής περιθωριοποίησης των θεσμικών κοινωνικών εταίρων αποτελούν ενδείξεις έλλειψης πολιτικής δέσμευσης στη δημοκρατία.

* Ο Γιάννης Παναγόπουλος είναι πρόεδρος της ΓΣΕΕ