Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: τα τελευταία δυο χρόνια, η σοσιαλδημοκρατία έπιασε τα ιστορικά χαμηλά της στις ίδιες τις κοιτίδες της: μετά τη Γερμανία και τη Γαλλία, ήρθαν προ ημερών και οι εκλογές στη Σουηδία να επιβεβαιώσουν τη μεγάλη κάμψη. Το φαινόμενο, συνεπώς, δεν περιορίζεται στον μεσογειακό Νότο, όπου παραδοσιακά οι εκλογείς παρασύρονται από πάθη και συναισθήματα της στιγμής. Αγγίζει και τον «ψυχρό» Βορρά, απειλώντας τη σημαντικότερη κατάκτηση της μεταπολεμικής Ευρώπης: το φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος πρόνοιας.

Να πρόκειται άραγε για συγκυριακή οπισθοχώρηση, παρόμοια με την κάμψη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1970; Και τότε, μετά την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Λονδίνο και του Ρόναλντ Ρίγκαν στην Ουάσιγκτον, πολλοί είχαν διερωτηθεί για το μέλλον τους, μπροστά στην αλαζονική επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Ή μήπως για βαθύτερη αλλαγή, που δεν γυρίζει απλώς σελίδα, αλλά προαναγγέλλει ένα νέο ιστορικό παράδειγμα για την Ευρώπη;

Οι εκτιμήσεις του καθενός μας για το αύριο της σοσιαλδημοκρατίας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την απάντηση που θα δώσει στο ερώτημα αυτό.

Εκτός από την Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό την Κύπρο, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, η τελευταία οικονομική κρίση δεν είχε πουθενά τις καταστροφικές επιπτώσεις που πολλοί περίμεναν. Και σε κάθε περίπτωση, με μοναδική εξαίρεση και πάλι την Ελλάδα, παντού φαίνεται να ξεπερνιέται, αφήνοντας πολύ λιγότερα θύματα απ’ όσα αρχικά υπολογιζόταν. Και ναι μεν, όπως παρατηρούν πολλοί αναλυτές, η ανάκαμψη που σήμερα συντελείται παραμένει εύθραυστη, πλην όμως, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί το 2008, η Ευρώπη έμαθε από τα παθήματά της: διαθέτει πλέον τους μηχανισμούς που, αν τα πράγματα στραβώσουν και πάλι, θα περιορίσουν – ίσως και εξαφανίσουν – τις επιπτώσεις μιας νέας κρίσης.

Αν λοιπόν η δυσαρέσκεια των ευρωπαίων ψηφοφόρων δεν οφείλεται τόσο στην οικονομία, το ερώτημα είναι πού θα πρέπει να αναζητήσει κανείς τα βαθύτερα αίτια της ανόδου των «αντισυστημικών» κομμάτων, και ειδικά των ακροδεξιών, η οποία προκάλεσε και τη συρρίκνωση της σοσιαλδημοκρατίας ακόμη και στα παραδοσιακά «κάστρα» της; Το Μεταναστευτικό είναι δίχως άλλο μια από τις κυριότερες, αν όχι η κυριότερη αιτία. Από τον Ορμπαν έως τον Σαλβίνι, αδίστακτοι δημαγωγοί έχτισαν καριέρες στον φόβο για τον «ξένο», ακόμη και σε χώρες ελάχιστα εκτεθειμένες στις πρόσφατες προσφυγικές ροές. Κάτι που οι σοσιαλδημοκράτες έπρεπε να είχαν προβλέψει εγκαίρως ώστε, όσο τουλάχιστον ήταν ακόμη στα πράγματα, να προτείνουν ρεαλιστικές λύσεις. Διότι το άνοιγμα των συνόρων σε όλους δεν αποτελεί βέβαια απάντηση στο πρόβλημα.

Το Μεταναστευτικό πάντως δεν θα αρκούσε από μόνο του, αν δεν συνοδευόταν και από έναν ακόμη φόβο ακόμη πιο ύπουλο: την ανασφάλεια που προκαλούν στα πλατιά λαϊκά στρώματα οι επιπτώσεις της ψηφιακής επανάστασης και το άνοιγμα των ανισοτήτων που αυτή συνεπάγεται. Είτε πρόκειται για τη δουλειά του καθενός μας, είτε για τις καθημερινές συνήθειές του, είτε ακόμη και για τη διασκέδασή του, οι νέες τεχνολογίες και η διάδοση των κοινωνικών δικτύων μπορεί μεν να αυξάνουν όσο ποτέ άλλοτε τον αριθμό όσων συμμετέχουν στο πολιτικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι, από την άλλη ωστόσο αποξενώνουν από τα αγαθά του πολιτισμού ένα διαρκώς διογκούμενο πλήθος νέων «αναλφάβητων», που δεν έχουν ούτε μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στους υπολογιστές και τον κόσμο του Διαδικτύου. Είναι ως εκ τούτου – και αν δεν είναι, αισθάνονται – εντελώς αποκλεισμένοι από όσα συμβαίνουν γύρω τους.

Με εξαίρεση λοιπόν την Ελλάδα, όπου η κρίση εξακολουθεί να επηρεάζει καταλυτικά τις εξελίξεις, το Μεταναστευτικό, όπως πιστεύω, η ψηφιακή επανάσταση και οι νέοι αποκλεισμοί που αυτή προκαλεί, είναι τα βαθύτερα αίτια όχι απλώς της συρρίκνωσης της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και μιας ακόμη σημαντικότερης εξέλιξης: της μετάθεσης της πολιτικής αντιπαράθεσης από τον παραδοσιακό άξονα δεξιά – αριστερά στον άξονα «σύστημα» – «αντισύστημα». Ο άξονας αυτός που συσπειρώνει στον ένα πόλο του την παραδοσιακή Δεξιά, τα κεντρώα κόμματα, τα σοσιαλδημοκρατικά και τα αριστερά φιλευρωπαϊκά και, στον άλλο, τα ακροδεξιά και τα κάθε είδους υπαρκτά ή ψευδεπίγραφα κινήματα του αριστερόστροφου ριζοσπαστισμού, είναι αυτός που σήμερα κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στην Ευρώπη. Από τη μια οι «προνομιούχοι» της νέας εποχής και, από την άλλη, οι «αδικημένοι». Ετσι τουλάχιστον τους παρουσιάζουν οι θιασώτες της νέας πόλωσης. Η νέα αυτή αντιπαράθεση προσλαμβάνει μάλιστα και γεωπολιτικές διαστάσεις, αν σκεφτεί κανείς ότι την ενισχύουν, για δικούς τους ο καθένας λόγους, οι Πούτιν και Τραμπ, δυο ορκισμένοι εχθροί του δυτικού Διαφωτισμού.

Η σοσιαλδημοκρατία, ως γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, ανήκει εξ ορισμού στον πρώτο πόλο του νέου άξονα, τον φιλελεύθερο και δημοκρατικό. Το μέλλον της συνεπώς εξαρτάται από το αν ο πόλος αυτός θα επικρατήσει στη σύγκρουσή του με τον αντισυστημικό. Από το αν δηλαδή η Ευρώπη του Μακρόν, της Μέρκελ και του Σάνσεθ θα νικήσει την Ευρώπη του Ορμπαν, του Καζίσκι και του Σαλβίνι.

Και η Ελλάδα, πού στέκεται σήμερα μπροστά σε όλα αυτά; Αρκετά επιπόλαια, η γαλλική «Le Monde» τοποθέτησε προ ημερών τον Αλέξη Τσίπρα στον πόλο του «καλού», αμέσως μετά τον Εμανουέλ Μακρόν. Αυτό προφανώς οφείλεται στη διγλωσσία του Πρωθυπουργού μας, την οποία τόσο εύγλωττα κάποιοι έχουν συνοψίσει με τις λέξεις «πράττω συστημικά και ομιλώ αντισυστημικά». Είναι φυσικό οι Ευρωπαίοι να κοιτάζουν τα έργα και όχι τα λόγια. Το κακό είναι ότι τα λόγια, πολλές φορές γίνονται έργα, γιατί δημιουργούν κλίμα, επηρεάζουν συνειδήσεις και διαμορφώνουν συμπεριφορές. Μετά τη φιλευρωπαϊκή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2015, είχα ελπίσει ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα το αντιλαμβανόταν εγκαίρως.

Φοβάμαι ότι δεν το προσπάθησε καν. Είναι καιρός, όσοι από μας πιστεύουμε στη σοσιαλδημοκρατία, να το καταλάβουμε. Και να αντιδράσουμε αναλόγως.

Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών