Μήνες είχα να περάσω απ’ τον Μπιντέ. Ετσι λέγαμε πριν από χρόνια την Πλατεία Κολωνακίου. Λόγω σχήματος. Μπιντέ. Ηταν, βλέπεις, και η εποχή, εκεί ανάμεσα ’55 με δικτατορία, που το εν λόγω ψευτοπορσελάνινο αντικείμενο ήταν απαραίτητο στο μπάνιο κάθε νεοεγειρόμενης πολυκατοικίας Αθηνών και περιχώρων. Μπορεί το λουτρό να σε χώραγε μόνο όρθιο ή καθιστό, και δη στη λεκάνη, αλλά ο μπιντές, μπιντές. Θυμάμαι, είχε γράψει μερικά έξοχα διηγήματα ο Μάριος Χάκας με τίτλο «Ο μπιντές». Οπως και να το δεις, ο μπιντές ήταν ο σταρ της εποχής.

Αυτός και τα οφίς. Πολλά οφίς. Τα οφίς τώρα, για να μαθαίνουν οι μικροί και να θυμούνται οι μεγάλοι, ήταν κάτι λιλιπούτεια χολ, 1 μέτρο επί 50 εκατοστά, με τέσσερις τουλάχιστον πόρτες γύρω γύρω κι ένα πορτέλο ψηλά για το πατάρι. Προχθές λοιπόν (γιατί φύγαμε λίγο απ’ το θέμα) είχαμε τη φαεινή ιδέα με τη Μανουέλλα να πάμε να φάμε μεσημέρι στο Κολωνάκι – Μπιντέ. Αγνώριστη η πλατεία, απ’ τη μια ένα εργοτάξιο για το μετρό, σε καλό να μας βγει, κι απ’ την άλλη είχανε βγει τα μαγαζιά στο πεζοδρόμιο ντυμένα τζαμαρίες, λέω πάμε να περάσουμε απ’ έξω. Που απ’ έξω είχανε αφήσει για τους πεζούς 30 εκατοστά, πολλά θα πω, πάμε εφ’ ενός ζυγού, να χωράμε τσίμα τσίμα, με την πλάτη στο τζάμι να σου παγώνει η σπάλα, δεν προχωρήσαμε δυο μέτρα, έρχεται απ’ την άλλη μια νεαρή μαμά να προσπαθεί να ισορροπήσει το καρότσι με τα δίδυμα. Πίσω, Γιάννη, τα καράβια. Πάμε να περάσουμε μέσα απ’ τα τραπέζια. Δεν πάω εγώ από μέσα, λέει η Μανουέλλα, μια φορά πήρα με το κασκόλ μου μια ολόκληρη σίζαρ σάλαντ, κόλλησε η αντζούγια στα κρόσσια, το πέταξα το κασκόλ – βρώμαγε σαρδελίλα. Περάσαμε όμως κακήν κακώς και ανεβήκαμε την Πατριάρχου Ιωακείμ. Εκεί ευτυχώς δεν είχε τζαμαρίες, αλλά το πεζοδρόμιο «Τα Δαρδανέλλια».

Απ’ τη μεριά του δρόμου είχε σκαμπό και τραπεζάκια ίσαμε ενάμισι μέτρο ψηλά κι απ’ τη μεριά του τοίχου πάλι τραπεζάκια, πιο χαμηλά αυτά, και δίπλα τους από μία πολυθρόνα. Ενδιαμέσως, δε, πηγαινοερχόσαντε γκαρσόνια με δίσκους τίγκα στο μπουκαλοπότηρο. Πού να περάσεις; Πάλι βγήκαμε στον δρόμο, δεν προλάβαμε να ανασάνουμε, τρώμε ένα ωραιότατο γαμωσταυρίδι από έναν ευγενή ταρίφα, ένα σφυριχτό σιχτίρι από μια μηχανή και γυρίσαμε κακήν κακώς στο πεζοδρόμιο. Πιο ασφυκτικό από το προηγούμενο. Αλλά τουλάχιστον εκεί υπήρχε μια κάποια ευγένεια. Ηταν κι ένας κύριος – χαμόγελο στην πόρτα, ο ιδιοκτήτης μάλλον.

– Κύριε Φασουλή, καλησπέρα σας. Πώς από ‘δώ; Να σας κεράσουμε ένα ποτό, κάτι;

– Ούτε ποτό, ούτε κάτι, ούτε τίποτα. Ενα θέλω να μου πείτε. Είναι κατάσταση αυτή; Εχετε απλωθεί κι έχετε καταλάβει το σύμπαν, δεν έχουμε από πού να περάσουμε, πού να περπατήσουμε, δεν φτάνουν τα αυτοκίνητα κι οι μηχανές που καβαλάνε τα πεζοδρόμια, έχουμε κι εσάς; Και δεν λέω μόνο εδώ, κι αλλού, Αγία Ειρήνη, Σκουφά, Ψυρή, παντού όλα τα πεζοδρόμια κλεισμένα.

Με κοίταξε με ένα βλέμμα τύπου στοχαστικό και μου είπε με χαμηλή φωνή όλο νόημα:

– Ετσι είναι κι η ζωή μας, κύριε Φασουλή. Παντού πεζοδρόμια.

Μόνο που είναι κλεισμένα. Παντού πεζοδρόμια κλεισμένα.

Βρε, άντε από ‘κεί, που θες να μου το φιλοσοφήσεις κι από πάνω, ήρθα να βάλω μια μπουκιά στο στόμα και θα μου τη βγάλεις απ’ τη μύτη.

Αυτά και χαιρετώ.

Εκτός αν έχει δίκιο.

Λες;

Θα το σκεφτώ.