Στον Εμμανουήλ Παναγιώτου

Το όνομά του δεν θα λέει τίποτε, ή μάλλον είναι σίγουρο πως δεν λέει τίποτε σε κανέναν. Εζησε και πέθανε σε ηλικία 90 χρόνων, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, σε μια επαρχιακή πόλη της Θεσσαλίας. Δεν έγραψε ποτέ ένα ποιητικό βιβλίο ή ένα μυθιστόρημα, ένα δοκίμιο, μια μελέτη ή έστω ένα άρθρο σε μια εφημερίδα. Ετσι δεν είναι μόνο το όνομά του που δεν λέει τίποτε σε κανέναν, αλλά δεν υπάρχει και κανένας που θα μπορούσε να τον θυμάται, αφού ακόμη και όσοι τον είχαν συναντήσει ενώ ήταν μικρά παιδιά, έτσι κλειστό και μονήρες άτομο όπως ήταν, δεν θα είχαν υποψιαστεί καν την ύπαρξή του.

Γιος μιας πλούσιας, μεγαλοαστικής οικογένειας – ο πατέρας του ήταν ξυλέμπορος – έζησε όλα τα χρόνια της ζωής του με τους γονείς του και τη σχεδόν συνομήλικη αδελφή του Ντίνα, σε μια διώροφη παραθαλάσσια μονοκατοικία. Με τους εσωτερικούς τοίχους όλων των δωματίων και των δύο ορόφων της πολυκατοικίας να τους καλύπτουν τεράστιες βιβλιοθήκες, αντιληπτές βέβαια μόνον όταν οι μπαλκονόπορτες ήταν ανοικτές. Γεγονός – οι βιβλιοθήκες – που μαζί με ένα δέος για το τι σόι άνθρωποι μπορεί να είναι αυτοί που κατοικούν σε ένα τέτοιο σπίτι, σε έκανε να αισθάνεσαι έμπλεος από περιέργεια για το αν θα συνέχιζες να είσαι αυτός που είσαι σε περίπτωση που δρασκέλιζες το κατώφλι της διώροφης μονοκατοικίας. Αν και άτομα πολιτισμένα και ευγενή με όλους τους περίοικους – ο πατέρας, η μητέρα, η κόρη και ο γιος – θα τους αισθανόσουν να ενοχλούνται βαθύτατα σε περίπτωση που οποιοσδήποτε επιχειρούσε να παραβιάσει το άβατο που συνιστούσε το σπίτι τους.

Η βαριά δρύινη πόρτα του ισογείου σάμπως και προοριζόταν μόνο για τους τέσσερίς τους. Φίλος, γνωστός ή γείτονας χωρίς ποτέ να του έχει αρθεί η παραμικρή απαγόρευση, θα έλεγες πως είχε εκπαιδευτεί να θεωρεί πως οι σχέσεις της οικογένειας Ματσούκα σε αντίθεση με όλους τους άλλους, δεν ήταν δυνατόν να ευδοκιμήσουν παρά σε έναν ευρύτερο χώρο συναναστροφής – εκτός σπιτιού. Αν και ήταν γνωστό πως η οικογένεια Ματσούκα διέθετε οικιακή βοηθό, κανείς δεν θα μπορούσε να ορκιστεί ότι την έχει ποτέ συναντήσει και πολύ περισσότερο να την περιγράψει.

Ο ίδιος ο Βασίλης Ματσούκας ακόμη και σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν επέτρεπε σε κανέναν να φανταστεί πως θα μπορούσε να έχει κάνει μιαν άλλη ζωή. Οχι μόνο για το ότι δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε παιδιά, αλλά ακόμη και για το αν υπήρχε το άλλο φύλο. Το να έχεις ξεκοκαλίσει μια περιουσία ζώντας για να διαβάζεις του φαινόταν κάτι τόσο φυσιολογικό ώστε θα μπορούσε ο καθένας να έχει πράξει το ίδιο. Παρατηρώντας τον ή ακούγοντάς τον να μιλάει θα έλεγες πως τα τρία πρόσωπα, τα μόνα που είχε ουσιαστικά γνωρίσει στη ζωή του, ήταν και αυτά σαν να μην υπήρχαν. Οσο όμως φειδωλός ήταν όταν μιλούσε για τους δικούς του ανθρώπους, άλλο τόσο ήταν και για τα πλάσματα της ποίησης που είχε αποφασίσει να τον συντροφεύσουν αποκλειστικά στη ζωή του καθώς ο Ουγκώ, ο Μαλρό, ο Ζιντ, ο Ζολά, ο Προυστ, ο Χιμένεθ, ο Μομ και μια χιλιάδα άλλων ευρωπαίων κυρίως συγγραφέων, μπορούσε να υποκατασταθούν – ολοζώντανη η εικόνα του βράδυ Μεγάλου Σαββάτου – ακόμα και από ένα απλό εγκυκλοπαιδικό λεξικό που το διάβαζε σαν ένα περιπετειώδες αφήγημα.