Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να δείχνει να παίρνει ολοένα και περισσότερο τα χαρακτηριστικά ενός πολέμου φθοράς σε βάρος της ουκρανικής πλευράς, ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων ρωσικών επιθέσεων, και την προαναγγελθείσα ουκρανική αντεπίθεση να καθυστερεί, είναι σαφές ότι αρχίζουν και υπάρχουν και κάποιες δεύτερες σκέψεις στην πλευρά των δυτικών χωρών σε σχέση με το πώς μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα.

Ήδη η συνεχιζόμενη σύγκρουση γύρω από τη Μπαχμούτ έχει δείξει ότι η Ρωσία επιμένει στην τακτική της που έχει ως αποτέλεσμα μεγάλες ουκρανικές απώλειες, ακόμη και εάν η ίδια δεν έχει «θεαματικά» κέρδη, την ώρα που είναι σαφές ότι έχει κάνει πολύ μεγαλύτερα οχυρωματικά έργα σε όλο το μήκος των σχεδόν 1000 χιλιομέτρων του μετώπου για να αντιμετωπίσει τυχόν ουκρανική αντεπίθεση. Την ίδια στιγμή η Ρωσία δείχνει να μην έχει πρόβλημα να αναπληρώνει τα πυρομαχικά που χρησιμοποιεί, ενώ δεν έχει μεγάλες απώλειες και στον ναυτικό στόλο και στα μαχητικά αεροσκάφη της. Ούτε δείχνει να έχει υποχωρήσει σημαντικά η εσωτερική νομιμοποίηση του ίδιου του Βλαντίμιρ Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας. Ούτε οι κυρώσεις έχουν καταφέρει να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, κυρίως γιατί υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός κρατών που δεν έχουν προχωρήσει σε κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας.

Όλα αυτά φέρνουν τις δυτικές κυβερνήσεις αντιμέτωπες με δύσκολα ερωτήματα. Ο διατυπωμένος στόχος τους για μια ήττα της Ρωσίας αυτή τη στιγμή περνά μέσα από όχι απλώς μεγαλύτερη βοήθεια προς την Ουκρανία, αλλά ακόμη μεγαλύτερη άμεση εμπλοκή τους, στοιχείο που ενέχει πολύ μεγάλους κινδύνους. Την ίδια στιγμή οποιαδήποτε δική τους πρωτοβουλία για μια πιο συμβιβαστική προσέγγιση θα προκαλούσε ρήγματα στο εσωτερικό τους, αλλά και θα ερμηνευόταν ως έμμεση αναγνώριση μιας ρωσικής νίκης. Όλα αυτά εξηγούν γιατί τα βλέμματα στρέφονται σε μια άλλη κατεύθυνση.

Η ώρα της Κίνας

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε εξαρχής την Κίνα σε μια αρκετά αντιφατική θέση. Από τη μια η Κίνα δείχνει να κατανοεί τους ρωσικούς λόγους και συνολικότερα συγκλίνει με τη Μόσχα στην εκτίμηση ότι αυτή τη στιγμή η «συλλογική Δύση» αντιμέτωπη με την τρώση της ηγεμονίας της επιδιώκει να ασκήσει ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στους άλλους πόλους, άρα στην Κίνα και τη Ρωσία. Το Πεκίνο παρακολουθεί πολύ προσεκτικά και τις μετατοπίσεις της αμερικανικής ρητορικής, που ολοένα και περισσότερο αντιμετωπίζει την Κίνα όχι απλώς ως ανταγωνιστή αλλά και απειλή, βλέπει την συνεχή διάταξη αμερικανικών και συμμαχικών δυνάμεων στην περίμετρό της, αντιλαμβάνεται ότι ο τρόπος που επανέρχεται το θέμα της Ταϊβάν  μόνο τυχαίος δεν είναι. Ουσιαστικά, η Κίνα θεώρησε ότι ο τρόπος που αντιμετώπισε η Δύση το ουκρανικό είναι μια ένδειξη του πώς θα αντιμετωπίσει και το θέμα της Ταϊβάν, όπου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Κίνα θεωρεί ότι έχει αναφαίρετο δικαίωμα να πιέσει για την επανένωση.

O ρόλος της Κίνας

Από την άλλη, η Κίνα σε αυτή τη φάση δεν ήθελε μία απότομη κλιμάκωση της διεθνούς έντασης, ιδίως από τη στιγμή που παραμένει μια χώρα πλήρως ενταγμένη σε όλες τις βασικές ροές και εφοδιαστικές αλυσίδες της «παγκοσμιοποίησης» (στοιχείο που με τη σειρά του είναι και το όριο της τρέχουσας πιο «συγκρουσιακής» αμερικανικής πολιτικής). Δεν γνωρίζουμε εάν και σε ποιο βαθμό προσπάθησε να μεταπείσει τους Ρώσους ή δέχτηκε ως τετελεσμένο γεγονός την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», πάντως σε επίπεδο ρητορικής υποστήριξε τη Ρωσία, την ώρα όμως που καλούσε σε ειρήνη και διατήρησε σχέσεις με την Ουκρανία.

Παράλληλα – και αυτό είναι επίσης σημαντικό – ήταν την περίοδο αυτή που η Κίνα διεκδίκησε να αποκτήσει έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο στο διεθνές πεδίο, με αποκορύφωμα την πρωτοβουλία για επαναπροσέγγιση ανάμεσα σε Ιράν και Σαουδική Αραβία. Πολλοί μάλιστα υποστήριξαν ότι έσπευσε να καλύψει το κενό που άφησε η Ρωσία, πολύ πιο απασχολημένη καθώς είναι με τα όσα συμβαίνουν στο μέτωπο της.

Σε αυτό το φόντο είχε ιδιαίτερη σημασία το σχέδιο για την Ουκρανία που παρουσίασε η Κίνα στις 24 Φεβρουαρίου. Παρότι περισσότερο κείμενο αρχών, παρά «οδικός χάρτης», επέμενε στη δυνατότητα να υπάρξει μια πολιτική λύση και ένας τερματισμός των εχθροπραξιών, με διατυπώσεις που ταυτόχρονα αποτύπωναν αιτήματα και «ευαισθησίες» και των δύο πλευρών. Και παρότι δεν είχε ιδιαίτερα ευμενή υποδοχή από τη Δύση, εντούτοις δεν απορρίφθηκε και συλλήβδην, αν και η Ουκρανία έκανε σαφές ότι δεν μπορεί να δεχτεί ένα σχέδιο που δεν περιλαμβάνει την αποχώρηση  των ρωσικών δυνάμεων από το σύνολο των «κατεχόμενων περιοχών».

Η σημασία του τηλεφωνήματος Σι και Ζελένσκι

Σε αυτό το φόντο αποκτά ξεχωριστή σημασία η τηλεφωνική συνομιλία στις 26 Απριλίου ανάμεσα στον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ και τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντιμίρ Ζελένσκι. Η συνομιλία, διάρκειας μίας ώρας, ήταν η πρώτη ανάμεσα στις δύο πλευρές από όταν ξεκίνησαν οι ρωσικές πολεμικές επιχειρήσεις και θεωρήθηκε «ουσιώδης» από την ουκρανική πλευρά. Σε αυτήν η κινεζική πλευρά δεσμεύτηκε να στείλει έναν ειδικό απεσταλμένο για να μιλήσει «με όλες τις πλευρές» και να αναζητήσει μια πολιτική λύση, σύμφωνα με το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών. «Διάλογος και διαπραγμάτευση είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός» υπογράμμισε ο Κινέζος πρόεδρος.

Άλλωστε, μπορεί να μην είχε αποδεχτεί το κινεζικό σχέδιο ο Ζελένσκι αλλά είχε επιμείνει στην ανάγκη να συνομιλήσει με τον Σι.

Η στάση των ΗΠΑ

Παρ’ όλα αυτά είναι νωρίς ακόμη να μιλήσουμε για μια σημαντική αλλαγή της στάσης των δυτικών δυνάμεων. Είναι δύσκολο αυτή τη στιγμή να αλλάξει η βασική κατεύθυνση που είναι αυτή της υποστήριξης της Ουκρανίας ώστε αυτή να κάνει πράξη τη μεγάλη αντεπίθεση, να αλλάξει τον τωρινό συσχετισμό δύναμης και να οδηγήσει τα πράγματα σε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ήττα της Ρωσίας. Είναι πολύ μεγάλος η βαθμός δέσμευσης σε μια τέτοια ρητορική ώστε να ανακρούσουν πρύμνα, ιδίως από τη στιγμή που το Κρεμλίνο δεν θα αφήσει οποιαδήποτε ευκαιρία να μιλήσει για νίκη.

Από την άλλη, όμως ούτε οι ΗΠΑ, ούτε οι άλλες δυτικές κυβερνήσεις έχουν την πολυτέλεια να φανούν ότι δεν επιδιώκουν την ειρήνη αλλά την με κάθε τρόπο κλιμάκωση και παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων. Και αυτό γιατί από ένα σημείο και μετά δεν είναι δεδομένο ότι θα υπάρχει συναίνεση μέσα στις δυτικές κοινωνίες για το πολύ μεγάλο οικονομικό κόστος που θα έχει η παράταση και κλιμάκωση της δυτικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία.

Και αυτό εκ των πραγμάτων σημαίνει ότι δεν μπορούν παρά να επενδύσουν και στην προσπάθεια της Κίνας για ειρήνευση –χαρακτηριστική εδώ και η επίσκεψη Μακρόν στην Κίνα–, παρότι γνωρίζουν ότι η Κίνα δεν μπορούσε να διαπραγματευτεί μια πολιτική λύση που θα ισοδυναμούσε με ήττα της Ρωσίας και παρότι, ιδίως οι ΗΠΑ, στον ορίζοντα βλέπουν το ανοιχτό ερώτημα της αντιπαράθεσης και με την Κίνα.