Ναι, είναι αλήθεια ότι η Βραζιλία που βλέπουμε στα γήπεδα της Ρωσίας δεν θυμίζει τα συγκροτήματα που… χόρευαν σάμπα τους αντιπάλους σε προηγούμενα Μουντιάλ.

Ομως, αλήθεια, πού είχαν φτάσει οι σαφώς πιο φαντεζί Βραζιλίες του 1982 (ίσως η καλύτερη όλων των εποχών) αλλά και του 1986;

Μέχρι τα προημιτελικά, καθώς Ιταλία και Γαλλία αντίστοιχα (η δεύτερη και με τη συνδρομή της τύχης, αφού ο προημιτελικός κρίθηκε στα πέναλτι) εκμεταλλεύτηκαν κάτι που δεν μπορείς να βρεις στη Βραζιλία του Τιτί. Την ποδοσφαιρική… αφέλεια. Να είσαι 2-2 με τους Ιταλούς, να προκρίνεσαι στα ημιτελικά και εσύ να τρέχεις μπροστά να πάρεις τη νίκη. Βούτυρο στο ψωμί του Πάολο Ρόσι και της αλεπούς του ιταλικού πάγκου του Εντσο Μπέαρζοτ.

Το ίδιο και στο Μεξικό το 1986, όπου οι Βραζιλιάνοι έκαναν ίσως το καλύτερό τους παιχνίδι με τη Γαλλία, αλλά μέχρι πέναλτι έχασαν με τον Ζίκο και φυσικά όταν πήγαν στη ρώσικη ρουλέτα όλα ήταν πλέον σε μια ζαριά.

Η τωρινή Βραζιλία, που φυσικά επίσης μπορεί να μείνει εκτός συνέχειας στα προημιτελικά (καθώς παίζει με το εξαιρετικό Βέλγιο), δείχνει μια σιγουριά και μια μεθοδικότητα στις κινήσεις της, περιμένοντας περισσότερο τον αντίπαλό της και ποντάροντας και στην κούρασή του κάποια στιγμή. Οταν μάλιστα με μία – δύο προσωπικές ενέργειες ανοίξουν πρώτοι το σκορ, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα για τους αντιπάλους. Καθώς τότε πρέπει να ανοιχτούν και αφήνουν μεγαλύτερους διαδρόμους στα μετόπισθεν.

Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν θα καταφέρει τελικά η Βραζιλία να φτάσει τουλάχιστον μέχρι τον τελικό. Διότι στο παρελθόν δύο φορές είχε και πάλι δεχτεί μόλις ένα γκολ ύστερα από τέσσερα παιχνίδια στο Μουντιάλ.

Το 1994 στα γήπεδα των ΗΠΑ, όπου κατέκτησε το 4ο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά και το 2006 στα γήπεδα της Γερμανίας, όπου αποκλείστηκε από τους γείτονες των Βέλγων, τους Γάλλους, στα προημιτελικά.