Στο Λέικ Γούμπεγκον, τη φανταστική πόλη που δημιούργησε ο ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας Γκάρισον Κέιλορ, «όλες οι γυναίκες είναι δυνατές, όλοι οι άνδρες είναι όμορφοι και όλα τα παιδιά πάνω από τον μέσο όρο». Και να που η ζωή μιμείται την τέχνη –όχι μόνο στην Αμερική και όχι μόνο στα παιδιά: σε κάθε έρευνα που πραγματοποιείται, τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχές χώρες, οι άνθρωποι δηλώνουν ικανοποιημένοι με την οικογενειακή τους ζωή, ευτυχισμένοι στη γειτονιά όπου μένουν και αισιόδοξοι σχετικά με το προσωπικό τους μέλλον. Οι ίδιοι άνθρωποι, λένε οι δημοσκόποι, λένε όμως ότι η χώρα τους και ο κόσμος ολόκληρος πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, περίπου το 60% του κόσμου προβλέπει ότι η επαγγελματική του κατάσταση θα παραμείνει η ίδια, ενώ το 20%πιστεύει ότι θα βελτιωθεί. Την ίδια στιγμή όμως οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η οικονομική κατάσταση στη χώρα τους θα επιδεινωθεί ή θα παραμείνει η ίδια. Κι αυτό δεν είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο και μόνο. Το ίδιο ερώτημα τίθεται στη Χιλή από το 2004 και οι απαντήσεις είναι περίπου οι ίδιες: το ποσοστό των ανθρώπων που δηλώνουν ικανοποιημένοι με την προσωπική οικονομική τους κατάσταση είναι πάντα μεγαλύτερο από το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ικανοποιημένοι με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το χάσμα ανάμεσα στους δυο δείκτες διευρύνεται από το 2010.

Η αντίφαση αυτή δεν περιορίζεται στην οικονομία: σε πολλές χώρες το ποσοστό των απαισιόδοξων για το παγκόσμιο περιβάλλον είναι σταθερά μεγαλύτερο από το ποσοστό των απαισιόδοξων για το τοπικό ή το εθνικό περιβάλλον. Το ίδιο χάσμα καταγράφεται στα θέματα της φτώχειας, της κατανάλωσης ναρκωτικών ή της πρόληψης του εγκλήματος. Το φαινόμενο είναι τόσο διαδεδομένο ώστε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Μαξ Ρόζερ του έχει δώσει όνομα: «Τοπικός οπτιμισμός, εθνικός πεσιμισμός». Αλλά πώς εξηγείται;

Ηδη από την εποχή του Αριστοτέλη πολλοί φιλόσοφοι έχουν επισημάνει ότι ο άνθρωπος ευτυχεί σε κοινότητες με ισχυρούς δεσμούς και ισχυρούς κανόνες κοινωνικής αρετής. Αλλά έπειτα, όπως λέει ο Ζαν-Ζακ Ρουσό, ήρθαν οι αγορές. Και οι αγορές προάγουν την απληστία αποδυναμώνοντας τους κοινωνικούς δεσμούς. Για να αποδειχθεί ότι η προσωπική ικανοποίηση και η αίσθηση ότι η κοινωνία είναι εχθρική, μπορούν να συνυπάρξουν.

Σε αντίστοιχα συμπεράσματα έχουν καταλήξει και οι κλασικοί της επιστήμης της κοινωνιολογίας: ο εκσυγχρονισμός απομάκρυνε τους ανθρώπους από τις παραδοσιακές κοινότητες και τους έφερε στην ανωνυμία των βιομηχανοποιημένων πόλεων. Τέλος, αρκετοί ψυχολόγοι και νευροεπιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος τείνει προς την αισιοδοξία. Αλλά αυτό φαίνεται να ισχύει μόνο σε ό,τι αφορά το δικό του μέλλον και όχι το μέλλον γενικώς.

Αν όμως αυτό το χάσμα μεγαλώνει, θα υπάρχουν λόγοι. Εχει παρατηρηθεί για παράδειγμα ότι είναι πιο μεγάλο σε εκείνους που ενημερώνονται. Εχει αποδειχθεί επίσης ότι ως είδος είμαστε πιο ευαίσθητο στις κακές ειδήσεις. Θυμηθείτε τώρα τον Ντόναλντ Τραμπ να λέει ότι το αμερικανικό έθνος μαστίζεται από «φτώχεια και βία στο εσωτερικό και πόλεμο και καταστροφή στο εξωτερικό» –είναι ο άνθρωπος που έχει υποστηρίξει στο βιβλίο του «The Art of the Deal» ότι «λίγη υπερβολή δεν κάνει κακό».

Να γιατί είναι επικίνδυνος ο λαϊκισμός και γιατί ακόμη και μέρη ειδυλλιακά σαν το Λέικ Γούμπεγκον δεν είναι απρόσβλητα.

Ο Αντρές Βελάσκο ήταν υποψήφιος πρόεδρος της Χιλής