Σχεδόν δέκα χρόνια από την έναρξη της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, η ευρωζώνη συνεχίζει να αναζητά μία λειτουργική ισορροπία ανάμεσα στην (κατά κύριο λόγο γερμανική) απαίτηση για αυξημένη δημοσιονομική υπευθυνότητα και τον απαιτούμενο επιμερισμό κινδύνων που προβάλλουν, σε διαφορετικό βαθμό, τα κράτη – μέλη της. Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης του δημόσιου χρέους που βρέθηκε στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών ανταγωνισμών, η γερμανική στάση συνεχίζει να υπαγορεύεται από τις βασικές αρχές της οικονομικής φιλοσοφίας της. Ανάμεσα σε αυτές κυριαρχούν η αποτροπή του «ηθικού κινδύνου», όπου η διαγραφή χρέους αντιμετωπίζεται ως ενθάρρυνση ηθικά κατακριτέων συμπεριφορών καθώς και οι πολιτικές της λιτότητας ως επιθυμητές επιλογές δημοσιονομικής διαχείρισης. Σε αυτές τις αρχές, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, συμφωνούν οι συντηρητικοί Χριστιανοδημοκράτες με τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD.

Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα δυναμικό σύστημα ισορροπίας όπου η ευελιξία, ο πραγματισμός και ο συγκερασμός των διαφορετικών εθνικών συμφερόντων συνιστούν τη διαχρονική της πραγματικότητα. Οταν αυτή η πραγματικότητα το επιβάλλει, ο δογματισμός (οφείλει να) υποχωρεί. Ετσι στο πρόσφατο παρελθόν, η Γερμανία διέβη πολλές από τις «κόκκινες» γραμμές της, προκειμένου να αποτραπεί μία ενδεχόμενη διάλυση της ευρωζώνης. Κάτι τέτοιο συνέβη με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (PSI) το 2012 και με την (έστω καθυστερημένη) απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ακολουθήσει νομισματικές πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης και να λειτουργήσει ως «δανειστής τελευταίας καταφυγής».

Σήμερα, οι συνθήκες επιβάλλουν την αποκλιμάκωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Τα υψηλά (και μεσοπρόθεσμα μη διατηρήσιμα) πρωτογενή πλεονάσματα και το υπέρογκο ποσοστό χρέους (παρά τη βελτίωση των όρων εξυπηρέτησής του) υπονομεύουν τον στόχο της ανάπτυξης (εμπειρικές έρευνες καταδεικνύουν ότι δημόσιο χρέος μεγαλύτερο του 100% – 120% του ΑΕΠ συσχετίζεται αρνητικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης). Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναμένεται ότι η γερμανική πλευρά δεν πρόκειται να εμποδίσει τη ρύθμιση του ελληνικού δημόσιου χρέους με ευνοϊκότερους όρους που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Ταυτόχρονα όμως, αυτή η ρύθμιση θα συνοδεύεται με μία σειρά αιρεσιμοτήτων («μεταρρυθμίσεις αντί περαιτέρω ελάφρυνσης») που θα αποτρέπουν μία ενδεχόμενη μελλοντική αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων στη μετά το Μνημόνιο εποχή και δεν θα ανατρέπουν τις ακολουθούμενες περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές. Υπό αυτό το πρίσμα, το πλαίσιο εποπτείας της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής, το οποίο θα διαμορφωθεί τους επόμενους μήνες, θα είναι σαφώς περισσότερο λεπτομερές στην περιγραφή του και αυστηρό στην εφαρμογή του, συγκριτικά με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο για τις υπό παρακολούθηση οικονομίες (post-programme surveillance).

Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία θα πορευτεί τα επόμενα χρόνια σε ένα περιοριστικό δημοσιονομικό πλαίσιο όπου, σε κάθε περίπτωση, η λογικά αναμενόμενη και αναγκαία ρύθμιση του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν θα επαρκεί από μόνη της για τη δυναμική ανάκαμψη που χρειάζεται η χώρα. Η περαιτέρω προσαρμογή της οικονομίας στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ανάπτυξης είναι απαραίτητη.

Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος