«Mad Dog». «Λυσσασμένος Σκύλος». Με αυτό το παρατσούκλι να τον συνοδεύει ανέλαβε υπουργός Αμυνας του Ντόναλντ Τραμπ ο Τζιμ Μάτις. Κι όμως, αυτός ήταν, σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, που ύψωσε το ανάστημά του σε έναν Τραμπ «που ωρυόταν ζητώντας αίμα» και του ξεκαθάρισε ουσιαστικά –όπως γράφει στην «Guardian» o Σάιμον Τάισνταλ –«πως όσο ήταν αυτός σε αυτήν τη θέση, δεν θα επέτρεπε να ξεκινήσει Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος». Πιέζοντας για στοχευμένες επιθέσεις εναντίον του συριακού προγράμματος χημικών όπλων, ο Μάτις έκανε αναμφισβήτητα πιο εύκολη τη συμμετοχή της Γαλλίας και της Βρετανίας στη στρατιωτική επιχείρηση. Και ο Εμανουέλ Μακρόν και η Τερίζα Μέι υπερασπίστηκαν την απόφασή τους με βάση την αναγκαιότητα να μη γίνει η χρήση χημικών όπλων κανονικότητα –ειδικά η βρετανίδα πρωθυπουργός δεν δίστασε να κάνει σύνδεση και με τη δηλητηρίαση του ρώσου πρώην πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ στο Σόλσμπερι. Αμφότεροι ωστόσο αντιμετωπίζουν κριτική εντός των τειχών και προετοιμάζονται σήμερα για θυελλώδεις συζητήσεις στα Κοινοβούλιά τους.

Για τον γάλλο πρόεδρο, ήταν μια ευκαιρία να τηρήσει την υπόσχεσή του να τιμωρήσει τη Συρία για κάθε νέα χρήση χημικών όπλων –και ταυτόχρονα, να ενισχύσει τη θέση του ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ και την ΕΕ, καθώς και τη θέση της Γαλλίας στον κόσμο ως εγγυήτριας των διεθνών συνθηκών. Λάτρης των συμβόλων, ο γάλλος πρόεδρος φρόντισε να κυκλοφορήσει τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή μια φωτογραφία που τον απεικονίζει σε ένα μπούνκερ του Ελιζέ ονόματι Jupiter (Δίας), πλαισιωμένο από υπουργούς και στρατιωτικούς επιτελάρχες, «να ενημερώνεται σε πραγματικό χρόνο για τις συνθήκες διεξαγωγής της αποστολής στη Συρία». Σε πολλούς, η φωτογραφία αυτή θύμισε την περίφημη φωτογραφία του Μπαράκ Ομπάμα την ώρα της επιχείρησης εναντίον του Οσάμα μπιν Λάντεν. Ομως ριζοσπαστική Αριστερά, Ακροδεξιά καθώς και το μεγαλύτερο κομμάτι της Δεξιάς επιφύλαξαν έντονη κριτική στον γάλλο πρόεδρο. «Αβέβαιο», χαρακτήρισε από την πλευρά της η «Le Figaro», τον απολογισμό της γαλλικής συμμετοχής στη στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία.

«Αν σε έξι μήνες συνειδητοποιήσουμε πως οι επιθέσεις πυροδότησαν μια θετική αφύπνιση Ρώσων και Ιρανών και ενθάρρυναν στη Δαμασκό μια μη χαοτική πολιτική μετάβαση, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Εμανουέλ Μακρόν στρατηγική ευφυΐα», σημείωσε η εφημερίδα. «Αν όμως οι Γάλλοι δεν εξασφαλίσουν τίποτε από τους Αμερικανούς όσον αφορά τη μεσανατολική πολιτική τους και αν η κατάσταση του συριακού άμαχου πληθυσμού δεν βελτιωθεί, η Ιστορία θα κρατήσει αυτή τη συμβολική κίνηση ευθυγράμμισης με έναν ηγέτη όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ως το πρώτο σφάλμα του προέδρου Μακρόν στην εξωτερική πολιτική».

Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, η Τερίζα Μέι δέχεται έντονη κριτική επειδή δεν συμβουλεύτηκε, αντίθετα με τους προκατόχους της, το Κοινοβούλιο προτού προχωρήσει σε στρατιωτικά χτυπήματα. Η ίδια επικαλέστηκε «επιχειρησιακούς λόγους», η επίθεση έπρεπε να γίνει γρήγορα και το βρετανικό Κοινοβούλιο επιστρέφει από τις πασχαλινές του διακοπές μόλις σήμερα. Επέμεινε πως η επιχείρηση ήταν «θεμιτή και νόμιμη», επανέλαβε αυτό που λένε εν χορώ και το Παρίσι και η Ουάσιγκτον, πως στόχος δεν είναι «ούτε η παρέμβαση σε έναν εμφύλιο πόλεμο ούτε η αλλαγή καθεστώτος».

Η βρετανίδα πρωθυπουργός παρακολουθούσε τους τελευταίους μήνες με ανησυχία τον Μακρόν να καλλιεργεί στενές σχέσεις με τον Τραμπ, την ώρα που η δική της σχέση με τον Λευκό Οίκο γινόταν όλο και πιο περίπλοκη. Η βρετανική σύμπραξη στη συριακή επιχείρηση ήταν, όπως επισημαίνουν οι «New York Times», «μια σπάνια και καλοδεχούμενη ευκαιρία να υποστηρίξει τις ΗΠΑ σε ένα ζήτημα που ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει καταστήσει δηλητηριώδες για τον βρετανικό λαό». Ο ηγέτης των Εργατικών, όμως, Τζέρεμι Κόρμπιν διαφωνεί κάθετα. «Αντί να δέχεται εντολές από την Ουάσιγκτον», η Βρετανία θα έπρεπε να εργάζεται προς την κατεύθυνση μιας εκεχειρίας στη Συρία, επισήμανε, χαρακτηρίζοντας «νομικά αμφισβητούμενη» τη στρατιωτική επιχείρηση. Δεν είναι τυχαία η έμφαση που δίνουν τώρα στη διπλωματία πρωτίστως Παρίσι, Λονδίνο και Ουάσιγκτον.

Τα διαφορετικά μηνύματα που στέλνει ο Ερντογάν

Την επομένη της επίθεσης στη Δούμα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε ειρωνευτεί τη Δύση: «Εϊ, Δύση, πού είσαι; Τώρα παραμένεις σιωπηλή αλλά όταν σκοτώναμε τρομοκράτες στην Αφρίν φώναζες», δήλωσε, αναφερόμενος στον συροκουρδικό θύλακο που κατέλαβε η Τουρκία τον Μάρτιο. Λίγες ημέρες αργότερα, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ άρχισε να καυχιέται στο Twitter και να απειλεί τη Ρωσία για το πώς θα χτυπούσε τη Συρία, ο τούρκος πρωθυπουργός κατηγόρησε Ουάσιγκτον και Μόσχα ότι «παλεύουν σαν παλικαράδες του δρόμου».

Σύμφωνα με πληροφορίες, ωστόσο, ο Ερντογάν συνομίλησε τηλεφωνικά, στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, τόσο με τον Τραμπ όσο και με τον Πούτιν. Και φρόντισε να διασφαλίσει πως θα ενημερωνόταν προκαταβολικά για την επίθεση ΗΠΑ, Γαλλίας και Βρετανίας στη Συρία. Την επομένη η Αγκυρα επιδοκίμασε τα πλήγματα, προειδοποίησε ωστόσο για τον κίνδυνο κλιμάκωσης και μίλησε για την ανάγκη ειρήνευσης. Τα διαφορετικά μηνύματα που φτάνουν από την Τουρκία, επισημαίνουν οι αναλυτές, αντικατοπτρίζουν τις αναπτυσσόμενες σχέσεις της με τη Ρωσία και το Ιράν, καθώς και την προσπάθεια του Ερντογάν να παίξει στη Συρία ρόλο διαιτητή μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Ο Ιμπραΐμ Καλίν, σύμβουλος του τούρκου προέδρου, εξήγησε ακριβώς πώς βλέπει η Αγκυρα την ειρήνη στη Συρία:

«Πρέπει να επικεντρωθούμε στην εγκαθίδρυση μιας νόμιμης, δημοκρατικής και περιεκτικής πολιτικής τάξης, χωρίς το καθεστώς Ασαντ ή τρομοκρατικά δίκτυα όπως το ISIS, η Αλ Κάιντα» και οι συροκουρδικές δυνάμεις που η Τουρκία θεωρεί εξίσου τρομοκράτες με το PKK. H Αγκυρα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις περιοχές που ελέγχει πλέον στη Βόρεια Συρία ως μοχλό πίεσης για μία ειρηνευτική συμφωνία σε αυτές τις γραμμές. Χωρίς συμφωνία, θα συνεχίσει να ελέγχει τις επίμαχες περιοχές.