Η μάχη για τη φυσιογνωμία της Τουρκίας δεν είναι κάτι το νέο. Διεξάγεται από την ίδρυσή της το 1923, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ έθεσε στο περιθώριο τον οθωμανικό χαρακτήρα και εδραίωσε στη θέση του μια διαφορετική θεώρηση σε γλωσσικό, εθνοτικό και πολιτισμικό επίπεδο, περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον ρόλο της θρησκείας στη δημόσια ζωή. Ο Ερντογάν κατάφερε να απενοχοποιήσει και να «απελευθερώσει» τον ισλαμικό τρόπο ζωής και μαζί με ένα αμάλγαμα συντηρητισμού, εθνικισμού και παράδοσης (με ισλαμιστικές και πατριαρχικές αναφορές) να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα για τη χώρα του. Σε μεγάλο βαθμό, ο τούρκος πρόεδρος καθορίζει τη θρησκευτική ευλάβεια, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που ο ίδιος δίνει τον τόνο για επερχόμενες αλλαγές ή προσπαθεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των συμπολιτών του, λειτουργώντας ως «πνευματικός ηγέτης» που μοιράζεται τις απόψεις του αναφορικά με τον ενάρετο βίο. Η θρησκεία πλέον λειτουργεί ως η νέα εθνική συνείδηση και επηρεάζει τόσο την αντίληψη της τουρκικής κοινωνίας, την καθημερινότητά της, όσο και τη λειτουργία του κράτους αλλά και την εξωτερική πολιτική.

Με την πάροδο του χρόνου και χάρη στη σημαντική βελτίωση –αναλογικά με το κεμαλικό παρελθόν –των οικονομικών συνθηκών για την πλειονότητα της κοινωνίας αλλά και τις δημογραφικές μεταβολές, η επικράτηση μιας βαθιά συντηρητικής, θρησκευόμενης αντίληψης ως έκφραση προσανατολισμού της κοινωνικής πλειοψηφίας, θεωρείται σχεδόν βέβαιη. Πραγματοποιείται, λοιπόν, μια αμφίδρομη κατακόρυφη διαδικασία ισλαμοποίησης, τόσο από πάνω προς τα κάτω, όσο και από τα κάτω προς τα πάνω, κατά το πρότυπο δράσης των Αδελφών Μουσουλμάνων, με τους οποίους, άλλωστε, η τωρινή τουρκική ηγεσία συμπλέει.

Ο τούρκος πρόεδρος έχει συνειδητά επιλέξει την πολιτική του διχασμού της κοινωνίας και της όξυνσης των ήδη υπαρχουσών πολυεπίπεδων διαιρέσεων (εθνοτικών, δογματικών, κοινωνικο-πολιτισμικών) στο εσωτερικό της χώρας. Είναι αξιοσημείωτο πως η έμμεση και άμεση δαιμονοποίηση όσων δεν ασπάζονται το όραμα του Ερντογάν για την Τουρκία αφορά ένα σημαντικό ποσοστό του τουρκικού λαού το οποίο ξεπερνά το 40%. Επομένως, ναι μεν ο τούρκος ηγέτης έχει αποκτήσει τον απόλυτο –τουλάχιστον θεσμικά –έλεγχο της χώρας του, με τίμημα, ωστόσο, τον διχασμό και την οιονεί αποσταθεροποίηση αυτής. Μάλιστα, προς το παρόν δεν δείχνει διατεθειμένος να ρίξει γέφυρες προς τη «μισή» Τουρκία που αποστρέφεται αυτόν και τις μεθόδους του.

Ο έντονος λαϊκισμός, η επίκληση θρησκευτικών και εθνικιστικών αξιών, η καχυποψία απέναντι στο «ξένο» και η εχθρότητα που καλλιεργείται έναντι εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων που κατηγορούνται ότι απεργάζονται σχέδια υπονόμευσης του Ερντογάν (άρα) και αποδυνάμωσης της Τουρκίας χρησιμοποιούνται κατά κόρον με σκοπό την ενίσχυση του προσωπικού προφίλ του πρώτου, της νομιμοποίησης των επιλογών του, καθώς και της αιτιολόγησης στοχοποίησης όσων τον αντιστρατεύονται. Η τακτική αυτή έχει αποδειχθεί αποτελεσματική, ειδικότερα στα μικρομεσαία, συντηρητικότερα και λιγότερο μορφωμένα στρώματα. Οι υπάρχουσες οικονομικές αρρυθμίες καθιστούν την ύπαρξη «ξένων δυνάμεων», που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της χώρας, το τέλειο αφήγημα αποπροσανατολισμού της κοινωνίας.