Αν υπάρχει ένα κυρίαρχο συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τις περισσότερες έρευνες της διαΝΕΟσις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, αυτό δεν είναι άλλο από το ότι η νέα γενιά «νοσεί».

Τα παραδείγματα είναι, δυστυχώς, αρκετά:

1. Οι περισσότεροι ακραία φτωχοί Ελληνες είναι νέοι. Η ακραία φτώχεια στον συνολικό πληθυσμό κυμάνθηκε από 2,2% το 2009, ακριβώς στην εκκίνηση της κρίσης, στο 17,1% το 2013. Εκτοτε, το ποσοστό αυτό αποκλιμακώνεται κάθε χρόνο, έχοντας φτάσει στο 13,6% το 2016. Ωστόσο, αυτό το οποίο κρύβει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η διάρθρωση του φαινομένου. Ενώ το ποσοστό της ακραίας φτώχειας το 2016 βρισκόταν στο 2,4% στους Ελληνες άνω των 65 ετών, το αντίστοιχο ποσοστό στην ηλικιακή κατηγορία 18-29 ετών ήταν 22,6%. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως ενώ αυτή η εικόνα θα έπρεπε να κυριαρχεί στον σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα της κρίσης, είναι αντίθετα η στήριξη των συνταξιούχων αυτή η οποία παραμένει πρώτη προτεραιότητα.

2. Η Ελλάδα συρρικνώνεται και γερνά. Ο πληθυσμός της Ελλάδας για πρώτη φορά μεταπολεμικά μειώθηκε ανάμεσα στην τελευταία απογραφή του 2011 και σήμερα, από τα 11,1 στα 10,7 εκατομμύρια. Οι θάνατοι στην Ελλάδα είναι εδώ και λίγα χρόνια περισσότεροι από τις γεννήσεις. Ωστόσο, η μείωση αυτή του πληθυσμού συνετελέσθη κυρίως λόγω της αντιστροφής του θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου των δυο προηγούμενων δεκαετιών. Το πιο προβληματικό στοιχείο δεν αφορά τόσο τη σημερινή εικόνα όσο την προβολή των υφιστάμενων τάσεων στο εγγύς μέλλον. Το βασικό σενάριο είναι πως το 2050 ο πληθυσμός θα έχει μειωθεί από τα 10,7 στα 8,8 εκατομμύρια, σενάριο το οποίο δεν συνιστά τη χειρότερη δυνατή εκδοχή, αλλά μάλλον τη μετριοπαθέστερη και πιθανότερη. Ταυτόχρονα, πέρα από το μέγεθος του πληθυσμού, θα αλλάξει δραστικά και η σύνθεσή του. Ενώ σήμερα το 21% των Ελλήνων είναι άνω των 65 ετών, το 2050 το ποσοστό αυτό θα έχει φτάσει το 30%-33% του γενικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα, ο πραγματικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός της χώρας αναμένεται να μειωθεί από τα 4,7 εκατομμύρια το 2015 στα 3 – 3,7 εκατομμύρια το 2050.

3. Οι νέοι συνεχίζουν να επενδύουν στη φυγή. Είναι χαρακτηριστικό πως το 75% των νέων Ελλήνων στις ηλικίες 18-35 εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσουν. Παρά το γεγονός ότι η χώρα φαίνεται να έχει μερικώς σταθεροποιηθεί έπειτα από 8 χρόνια κρίσης, όταν το 48% των Ελλήνων κάτω των 35 ετών δηλώνουν ότι η βασική πηγή εισοδήματός τους είναι η οικογένειά τους με μόλις δεύτερη τη μισθωτή εργασία (45%), τότε είναι σαφές πως παρά την όποια σταθεροποίηση, το βασικό πρόβλημα της χώρας μας, η ποιοτική αλλαγή του δυσλειτουργικού παραγωγικού της μοντέλου, παραμένει ζητούμενο.

Με αφορμή αυτή την εικόνα, αυτά που πρέπει να γίνουν είναι πολλά. Καταρχήν η Ελλάδα θα πρέπει να στοχεύσει τα περιορισμένα κονδύλια κοινωνικής πολιτικής με προτεραιότητα στους ακραία φτωχούς νέους. Αντίστοιχα, θα πρέπει να σχεδιάσουμε πολιτικές που θα ωθήσουν τα νέα ζευγάρια στο να κάνουν περισσότερα παιδιά. Αυτές οι πολιτικές θα πρέπει να αφορούν λιγότερο επιδόματα και περισσότερο φοροαπαλλαγές και θα πρέπει σίγουρα να περιλαμβάνουν την επένδυση σε δομές όπως η προσχολική αγωγή. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να διαμορφώσουμε μια σειρά από στοχευμένες πολιτικές, όπως η εκτεταμένη χρηματοδότηση μεταδιδακτορικών και ερευνητικών υποτροφιών, που θα επιτρέψουν σε ένα κομμάτι της νέας διασποράς να εξετάσει το ενδεχόμενο της επιστροφής. Ενα άλλο παράδειγμα αποτελεί ο ανασχεδιασμός της στρατιωτικής θητείας, με έμπνευση από χώρες όπως το Ισραήλ και με στόχο την αρωγή στη συσσώρευση χρήσιμων για την αγορά εργασίας προσόντων.

Επίσης, θα πρέπει να βρούμε την εφευρετικότητα να αποκλιμακώσουμε τις εισφορές, με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση της βάσης των ασφαλισμένων, καταρχήν μέσω της μείωσης της εισφοροαποφυγής. Αυτό θα απαιτήσει ένα καλά σχεδιασμένο νέο ασφαλιστικό σύστημα και φυσικά συναρτάται με την ευρύτερη φορολογική πολιτική, καθώς και με την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μας στο ζήτημα της εξυπηρέτησης του χρέους και της επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Ολα αυτά αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα από πολιτικές που έχουν ήδη καθυστερήσει να εφαρμοστούν και που δεν είναι απλώς επιβεβλημένες αλλά μάλλον αναπόφευκτες εάν επιθυμούμε ο τόπος αυτός να έχει μέλλον.

Κλείνοντας, ο δημοσιογράφος των «New York Times» Thomas Friedman, κατά την εκκίνηση της ελληνικής κρίσης το 2010 αφιέρωσε μια σειρά άρθρων στη χώρα μας. Σε ένα από αυτά ολοκλήρωνε τις εντυπώσεις από την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα με τον εξής συλλογισμό: «[Για να αξιολογήσει κάποιος την έκβαση της κρίσης στην Ελλάδα] αρκεί να παρατηρήσει τους νέους Ελληνες. Εάν σε έξι μήνες αρχίσουν να μεταναστεύουν, τότε ας ποντάρει ενάντια στα ελληνικά ομόλογα. Εάν, πάλι, τους δούμε να μένουν, τότε αυτό πάει να πει πως υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει κάποιος να παραμείνει στην Ελλάδα και τότε ίσως και να αξίζει να αγοράσει κανείς ένα ή δυο ομόλογα».

Από τότε, πάνω από 400.000 Ελληνες, στη συντριπτική τους πλειονότητα, νέοι υψηλών προσόντων, έφυγαν από την Ελλάδα. Η επιστροφή τους –καθώς και η επένδυση σε εκείνους που παραμένουν στη χώρα μας –οριοθετεί το μεγάλο διακύβευμα της γενιάς μας. Δεν είναι απλά ζήτημα ανασυγκρότησης και ανάκαμψης της χώρας μας. Είναι ζήτημα εθνικής υπόστασης και προοπτικής.

Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι διευθυντής ερευνών της διαΝΕΟσις. Οι έρευνες της διαΝΕΟσις είναι διαθέσιμες στο www.dianeosis.org