Είναι καλό πράγμα η μαθητεία; Χρειάζεται πραγματικά να ρωτά κανείς; Ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή που θα δει το φως της ζωής μαθαίνει, διδάσκεται, συχνά επώδυνα, και θα έλεγα όσο περισσότερο πονά η μαθητεία τόσο περισσότερο βαθύτερα το κέρδος από τη γνώση που αποκτάται γίνεται πολυτιμότερο. Ενας μάλιστα πιο προχωρημένος στα βιολογικά θα έλεγε πως η μάθηση και η κατάκτηση κάποιων δεξιοτήτων αρχίζουν ήδη από τη μήτρα. Αλλιώς πώς εξηγείται το γεγονός πως το μωρό των δύο ωρών κατευθύνεται με βουλιμία στον μαστό της μητέρας του και «ξέρει» πώς εκεί να βρει την τροφή του; Το πρόβλημα όμως είναι πώς μαθαίνει κανείς πέρα από την ενστικτώδη γνώση που μας προικίζει η φύση. Ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο και βρίσκει έναν άπειρο αριθμό εξειδικευμένων γνώσεων, χειρισμών, μεθόδων, τρόπων που έχουν εφεύρει, επεξεργαστεί, βελτιώσει, εμπλουτίσει οι προηγούμενοι. Είναι μια κατακτημένη και πλούσια πείρα αιώνων. Οι πρώτες ενέργειες του νέου ανθρώπου με τη συνδρομή των οικείων του είναι να τις ενστερνιστεί, να μάθει τη χρήση τους, τους κινδύνους τους, τις δυνατότητές τους. Κι όταν γίνει κύριος και γνώστης, επιχειρεί πλέον είτε να τις εκμεταλλευτεί είτε να τις βελτιώσει είτε να τις καταστήσει άχρηστες προτείνοντας νέες, δικές του μορφές, λειτουργίες, χρήσεις κ.τ.λ.

Ετσι προχωράει ο κόσμος, έτσι δημιουργείται το τρίτο στρώμα της πραγματικότητας (τα δύο άλλα είναι η ανόργανη φύση και η οργανική). Το τρίτο στρώμα είναι ο πολιτισμός στην ευρεία έννοιά του, ό,τι προσκόμισε ο άνθρωπος από τη στιγμή που «έφαγε» τον απαγορευμένο καρπό από το δέντρο της Γνώσης και βγήκε από τον Παράδεισο και έκανε τη φύση, ανόργανη και οργανική, εργαλείο του και πεδίο εκμετάλλευσής του είτε για το καλό είτε για την καταστροφή. Αποκλειστική ευθύνη του.

Ερχόμαστε στον κόσμο και γινόμαστε χρήστες και διαχειριστές του. Μας υποδέχονται δομές, μορφές, συστήματα, έννοιες, αισθήματα, λειτουργίες που οφείλουμε να τα μάθουμε και να τα χρησιμοποιήσουμε. Να γίνουμε χρήστες του κόσμου, φυσικού και πνευματικού και συναισθηματικού και αντικειμενικού εργαλείου.

Αυτές οι πρόχειρες, σχεδόν «σχολικές» σκέψεις ήρθαν στο μυαλό μου βλέποντας στον υπόγειο χώρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης τρία μονόπρακτα που επελέγησαν ως προφανώς καλύτερα από ένα σεμινάριο συγγραφής θεατρικών έργων που διευθύνει ο Ηρακλής Λογοθέτης και όπου διδάσκουν οι έμπειροι συγγραφείς Ελένη Ζιώγα, Βασίλης Κατσικονούρης και Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης. Η επιλογή έγινε με τη συνδρομή της θεατρολόγου Αλεξάνδρας Γεωργοπούλου, υπεύθυνης του Ιδρύματος Κακογιάννης.

ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ; Οταν βρέθηκα στον χώρο, η πρώτη (και όχι για πρώτη φορά) απορία αναδύθηκε στη συνείδηση. Αλήθεια, η συγγραφή ενός θεατρικού έργου διδάσκεται; Γνωρίζω πως στην Αμερική π.χ. υπάρχουν τμήματα δραματουργικής γραφής σε πανεπιστήμια, όπου συχνά διδάσκουν σημαντικοί θεατρικοί συγγραφείς (π.χ. Αρθουρ Μίλερ, Αλμπι). Δάσκαλος υπήρξα πενήντα χρόνια και ξέρω πως το σχολείο, όποιας βαθμίδας, διδάσκει, μεταφέρει στον μαθητή, όποιας ηλικίας, την κατακτημένη γνώση σ’ ένα αντικείμενο, μια μέθοδο, μια λειτουργία. Ο δάσκαλος μαθαίνει στον νέο προσήλυτο ό,τι έως τώρα έχει κατακτηθεί. Του διδάσκει την ιστορία της μηχανής, τον ανθρώπινο οργανισμό, την ιστορία των φυτών, την εξέλιξη των ζώων και βέβαια την ιστορία των διαδοχικών σταδίων που πέρασαν η ποίηση, η μουσική, ο χορός, η αρχιτεκτονική, η ρητορική, η ιστορία, το θέατρο.

Μέσα σ’ αυτή την αφήγηση σταθμεύει στις μεγάλες στιγμές όπου κάποιος γνωστός ή άγνωστος δημιουργός ή τεχνίτης άλλαξε μια χρήση, βελτίωσε μια λειτουργία, τροποποίησε μια μορφή ή δημιούργησε μια νέα μηχανή, μια νέα λειτουργία, εφηύρε ένα νέο εργαλείο ή μια νέα μέθοδο και σπάνια ανακάλυψε μια νέα ύλη.

Ετσι παροτρύνει ο δάσκαλος τον μαθητή, αφού αφομοιώσει την ιστορία της τέχνης, της επιστήμης, της τεχνικής που σπουδάζει, να φιλοδοξήσει να μιμηθεί τις μεγάλες ρήξεις που έφεραν το νέον, την επανάσταση. Αλλιώς θα γίνει απλώς ένας, συχνά πολύτιμος, εργάτης και χρήστης του παραδομένου τρόπου. Ξανά πάλι η ερώτηση: Διδάσκεται η τέχνη, δηλαδή σε βοηθά η ιστορία της να γίνεις εφευρέτης, δημιουργός μιας καινούργιας μορφής; Χωρίς αμφιβολία η γνώση των διαδοχικών φάσεων που αφηγείται η ιστορία μιας τέχνης σε μαθαίνει να αποφεύγεις αδιέξοδα, αντιστάσεις του υλικού, παράδοξες συμπεριφορές που σου παρέδωσαν ως πείρα οι προηγούμενοι δημιουργοί. Αλλά ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Σίλερ, ο Ιψεν, ο Τσέχοφ, ο Πιραντέλο, ο Μπέκετ, ο Μπρεχτ, ενώ ανήκουν στην ιστορία του θεάτρου, έκαναν το άλμα και απέφυγαν να γίνουν μιμητές, οπαδοί και συντεχνιακοί κληρονόμοι. Κι αυτό το άλμα δεν διδάσκεται, και μάλιστα σε σεμινάρια, σχολές και πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Αλήθεια, ποια εγκύκλια θεατρική εκπαίδευση πήραν ο δούλος Ρωμαίος Τερέντιος, ο θεατρίνος Σαίξπηρ, ο επίσης θεατρίνος Μολιέρος, ο γιατρός Μπίχνερ και ο γιατρός Τσέχοφ;

Πού διδάχτηκαν πείρα από τη μεγάλη δασκάλα Σκηνή; Την τέχνη του ο Ξενόπουλος, ο αξιωματικός του Ναυτικού Παντελής Χορν, ο κρατούμενος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί Καμπανέλλης και οι υπάλληλοι τραπέζης Παύλος Μάτεσις, Κώστας Μουρσελάς; Πού πήραν μαθήματα δραματουργίας ο Σκούρτης και ο Διαλεγμένος;

Αρα η συγγραφή θεατρικών έργων δεν διδάσκεται: διδάσκεται η ιστορία της δραματουργίας και μόνον αν είσαι ικανός κάνεις το άλμα για να ξεφύγεις από τη μαϊμουδίζουσα μίμηση.

Δυστυχώς αυτήν τη μίμηση διέκρινα στα δύο από τα τρία μονόπρακτα που παρακολούθησα στο Ιδρυμα Κακογιάννης. Το ένα θύμιζε Πίντερ, το άλλο σκανδαλωδώς Μπέκετ. Που σημαίνει πως πιθανόν οι διδάξαντες ανέλυσαν έργα των δύο μεγάλων και πρωτότυπων αυτών συγγραφέων, αλλά δεν κατόρθωσαν να πείσουν τους μαθητές τους πως κάθε μίμηση στην τέχνη, κυρίως των μεγαλοφυών, είναι καταδικασμένη και συχνά και γελοία.

«Τα θηλαστικά» της Ευτυχίας Γιαννάκη που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Λύρας ως παράσταση ήταν πολύ καλύτερη πρόταση από το ίδιο το κείμενο. Ενα κείμενο γεμάτο ιονεσκισμούς, πιντερισμούς και συσσωρευμένους συμβολισμούς, θολούς και τάχα μου του παραλόγου. Φλυαρία, φλυαρία, φλυαρία και καμώματα.

Οι ηθοποιοί Αρτεμις Γρύμπλα, Αλκης Μπακογιάννης, Χριστιάννα Μαντζουράνη και Γιώργος Δεπάστας έκαναν τα αδύνατα δυνατά να πείσουν για μια συνθήκη που ακροβατούσε στο κενό, ενώ κραύγαζε πως κάθε σκηνή της και ατάκα της θύμιζαν κάτι γνωστό και διάσημο.

Η «Βόλτα στη λιακάδα» του Πέπε Αμπας που σκηνοθέτησε η Σοφία Παλάντζα ήταν ένας φαιδρά ξεπατικωμένος Μπέκετ τού «Περιμένοντας τον Γκοντό» που έφερνε απελπισία. Κι εδώ οι δύο ηθοποιοί-κλόουν(;) Νικήτας Αναστόπουλος και Λευτέρης Καταχανάς έχουν προσόντα και λόγου και κίνησης, μα βούλιαξαν μέσα σε μια μαϊμουδίζουσα απελπισία.

Το τρίτο όμως μονόπρακτο με τίτλο «Φλικ φλοκ» της Αγγελικής Παρδαλίδου, που σκηνοθέτησε με επαγγελματική σαφήνεια η Ρούλα Πατεράκη, είχε ζουμί. Ενα έξυπνο μπουλβάρ ήταν, αλλά είχε ροή, συγκρούσεις, ανατροπές, θεατρικό ρυθμό και ευανάγνωστες σχέσεις μιας μικροαστικής ηθικής, γεμάτης από υποκρισία και στερεότυπα.

Οι δύο ηθοποιοί Αλέξης Διαμαντής και Ευανθία Κουρμούλη είχαν τσαγανό και έδειξαν πως κατέχουν τον κώδικα του είδους που υπηρετούσαν.

Γενική παρατήρηση: οι δύο πρώτοι διαβάζουν σαφώς θέατρο, αλλά δεν φτάνει. Η τρίτη βλέπει θέατρο και μαθαίνει.

«Τα θηλαστικά» της Ευτυχίας Γιαννάκη. Σκηνοθεσία: Γιώργος Λύρας. Ερμηνείες: Αρτεμις Γρύμπλα, Γιώργος Δεπάστας, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Αλκης Μπακογιάννης «Βόλτα στη λιακάδα» του Pepe Abas. Σκηνοθεσία: Σοφία Παλάντζα. Ερμηνείες: Νικήτας Αναστόπουλος, Λευτέρης Καταχανάς «Φλικ φλοκ» της Αγγελικής Παρδαλίδου. Σκηνοθεσία: Ρούλα Πατεράκη. Ερμηνείες: Αλέξης Διαμαντής, Ευανθία Κουρμούλη