Αναπαράγεται εδώ και μέρες. Σε κανάλια (εγώ στην κρατική ΕΡΤ το είδα), σάιτ και σόσιαλ μίντια. Το βίντεο με τον ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου του αμερικανού τουρίστα στη Ζάκυνθο. Η καταγραφή έγινε από τις κάμερες ασφαλείας του μαγαζιού απ’ όπου άρχισε ο καβγάς. Ισως και γειτονικών, όταν το λιντσάρισμα συνεχίστηκε στον δρόμο. Πολύτιμο προανακριτικό υλικό, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί τα καρέ μιας τόσο άγριας δολοφονίας θα πρέπει να ανεμίζουν στο μπουγαδόσχοινο του Διαδικτύου; Ναι, ξέρω. Η κοινή γνώμη. Που αποτιμάται σε θεαματικότητες, κλικ, ψήφους. Γι’ αυτό και πρέπει να κολακεύεται, να προηγείται της θεσμικής, ανακριτικής διαδικασίας. Να ικανοποιείται η νοσηρότητά της. Διότι μόνο νοσηρότητα μπορώ να ανιχνεύσω, ακόμη και στον εαυτό μου, το να θέλεις να πάρεις μάτι μια δολοφονία.

Δεν μιλάμε βέβαια για καινούργιο φαινόμενο. Κάτι ανάλογο γινόταν πριν από δεκαετίες στις γειτονιές. Πετάγονταν από τα σπίτια στους δρόμους για να παρακολουθήσουν άγριους καβγάδες μεταξύ συγγενών, ξυλοδαρμούς μεταξύ αντρών, μαλλιοτραβήγματα μεταξύ γυναικών. Κάποιοι φόνοι τιμής και έρωτα τελούνταν σε δημόσια θέα. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Οι «θεατές» είχαν προσωπική σχέση με το «θέαμα».

Ηταν γείτονες, φίλοι, γνώριζαν τα νιτερέσια των άλλων, τους λόγους που οδήγησαν στη συμπλοκή. Πολλοί θα την είχαν προβλέψει μάλιστα. Αποτελούσαν ένα είδος «φυσικού κοινού». Υπήρχε ένα είδος συμμετοχής ακόμη και αν έβλεπαν πίσω από τα τραβηγμένα κουρτινάκια των παραθύρων. Αντίθετα, η παρακολούθηση της μακρινής, αποσπασματικής εικόνας με πρωταγωνιστές άτομα που ούτε ξέρεις, ούτε θα ξαναδείς, ούτε καν διακρίνεις τα χαρακτηριστικά τους έχει κάτι το ξεκάθαρα ηδονοβλεπτικό. Και κάνει την καταγραφή ενός αποτρόπαιου φονικού να μοιάζει με πορνογραφία.