Ο μοναδικός τρόπος για να εκτιμήσει κανείς έναν κίνδυνο είναι να δει πόσο κοντά πέρασε από αυτόν. Η Γαλλία το αντιλήφθηκε δίνοντας την ψήφο της στον Εμανουέλ Μακρόν. Και ο ίδιος δηλώνοντας στην επινίκια ομιλία του ότι ο στόχος του στο εξής είναι να μην ξαναφηφίσουν τη Μαρίν Λεπέν οι πολίτες που την ψήφισαν στις προεδρικές εκλογές.

Ο στόχος είναι φιλόδοξος. Αλλά όσο κι αν δεν φτάνει κάποιος στα 39 του χρόνια στο Ελιζέ χωρίς φιλοδοξίες, δεν μπορεί να μην λάβει υπόψη του ότι μια τέτοια επιχείρηση επαναπεριθωριοποίησης του λαϊκισμού όλων των τύπων και των αποχρώσεων δεν εξαρτάται μόνο από τον ίδιο. Ο Μακρόν είναι εξαρτημένος από ένα δημοκρατικό τόξο, τα όρια του οποίου είναι ρευστά. Ενα μέρος του, εκείνο που αρνείται να επιλέξει ανάμεσα στην πανούκλα και τη χολέρα, ψαρεύει από τα ίδια θολά νερά του λαϊκισμού και επιστρατεύει την ίδια αντισυστημική ρητορική όχι για να διορθώσει εκείνα που πρέπει να διορθωθούν και να αλλάξει ό,τι πρέπει να αλλαχθεί, αλλά για να κατεδαφίσει ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει.

Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι κεφαλαιώδης. Ο λαϊκισμός σήμερα έχει καπαρώσει μια θέση στο σύστημα που καταγγέλλει. Ο πατέρας Λεπέν δεν πέρασε ποτέ τα τείχη του Παρισιού. Η κόρη Λεπέν, όμως, κόβει βόλτες από μέσα. Το μέτωπο βρίσκεται στο εσωτερικό. Και όπως αποδείχθηκε από τη μειλίχια ματαιοπονία του Φρανσουά Ολάντ, δεν θα κλείσει εάν ο νέος πρόεδρος δεν ανοίξει ένα μικρό μέτωπο στο εξωτερικό με το Βερολίνο για να πάρει η χώρα του τις ανάσες που χρειάζεται. Και –δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία –θα είναι βαθιές.