Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, σε µια αποκριάτικη παρέλαση στην Καισαριανή, αντίκρισα ένα θέαµα το οποίο στα µετεφηβικά µου µάτια –τα αγουροξυπνηµένα ύστερα από µια ακόµα ολονυκτία στα µπαρ –φάντασε ζοφερό. Ενας ξερακιανός σαραντάρης είχε βγει στην πλατεία µε τα τρία µασκαρεµένα πιτσιρίκια του. Το µεγαλύτερο αγοράκι είχε ντυθεί καουµπόης. Πυροβολούσε ακατάπαυστα µε το πλαστικό πιστολάκι του και τράβαγε από το µανίκι τον πατέρα του για να αγοράσουν από το ψιλικατζίδικο έξτρα πολεµοφόδια, δηλαδή καψούλια. Το κοριτσάκι –βασίλισσα της νύχτας –έκλαιγε γοερά επειδή το νάιλον φόρεµά του είχε πιαστεί σε κάποιο συρµατόπλεγµα και είχε κάνει µια τρύπα, σχεδόν αόρατη και εντελώς αδιάφορη για όλους τους άλλους εκτός από το ίδιο. Το δε µικρότερο παιδί ατένιζε αφ’ υψηλού τον κόσµο, περήφανα σκαρφαλωµένο στους ώµους του µπαµπά του, µέχρι που λέρωσε την πάνα του και άρχισε να τσιρίζει για να το αλλάξουν.

«Δεν είναι ζωή αυτή» μονολόγησα έντρομος σχεδόν –λίγο ήθελα για να φτύσω στην κυριολεξία τον κόρφο μου.

«Κι όμως αυτή ακριβώς είναι η ζωή» μου είπε η τότε φίλη μου. «Αυτός ο τύπος, ο οικογενειάρχης, που εργάζεται –μαγκανοπήγαδο –σε μια πιθανότατα εντελώς πληκτική δουλειά, που τα φέρνει βόλτα τσίμα τσίμα, που του γανιάζουν τα αφτιά τα πρωινά ο προϊστάμενος και οι πέλατες και τα απογεύματα η γυναίκα και τα παιδιά του, που αποκοιμιέται κάθε βράδυ στην τηλεόραση και εκδράμει τις Κυριακές σε εξοχικές ταβέρνες βλαστημώντας την κίνηση στην Κηφισίας ή στη Συγγρού, που μαθαίνει στις διακοπές τα βλαστάρια του κολύμπι και ρίχνει κάθε τόσο κλεφτές ματιές στις γυμνόστηθες λουόμενες… Αυτή ακριβώς είναι η ζωή!».

«Και ποιος ο λόγος να διάγεις μια τέτοια ζωή;» ρώτησα.

«Και για τον πιο ανηδονικό ακόμα άνθρωπο και για τον πλέον κομφορμιστή κανένας απολύτως λόγος δεν υπάρχει να σπαταλάει τα χρόνια του ξεσκατώνοντας μωρά και πληρώνοντας φροντιστήρια. Κανένας εκτός από έναν: η αγάπη. Η αγάπη για εκείνους που πρώτα ξεσκατώνει και έπειτα μορφώνει. Η αγάπη η οποία στο μυαλό και στην ψυχή του μπερδεύεται πότε με το καθήκον, πότε με τη συνήθεια, συχνά του προξενεί ακόμα και ασφυξία, δεν παύει ωστόσο να ακτινοβολεί στο κέντρο της ύπαρξής του. Μην τον χλευάζεις συνεπώς με το βλέμμα σου τον οικογενειάρχη. Ευχήσου αντιθέτως να αξιωθείς κι εσύ κάποτε μια τέτοια αγάπη».

Θυμήθηκα το παραπάνω περιστατικό προχθές, παρατηρώντας την εντύπωση που έκανε στην κοινή γνώμη το μεγαλοπρεπές μνημόσυνο του Νίκου Μπελογιάννη. Η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου υποκλίθηκε στον άνθρωπο με το γαρίφαλο κι ας έβριζε όσους τον εκμεταλλεύονταν προκειμένου να αποκομίσουν κομματικά οφέλη. Ακόμα και οι άκρως ιδεολογικά αντίθετοί του αναγνώρισαν το μεγαλείο του, την αγέρωχη στάση του μπροστά στον θάνατο. Θαύμασαν την παλικαριά του. Μια παλικαριά που οι ίδιοι ασφαλώς ουδέποτε θα έδειχναν.

Αυτός που αποκαλούμε «μέσος άνθρωπος», η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, θα προτιμούσε να υπογράψει εκατό ταπεινωτικές δηλώσεις μετανοίας παρά να αφήσει το παιδί του ορφανό προτού καν γεννηθεί. Θα έκανε τις ιδέες του γαργάρα για να κοιτάξει το στενό συμφέρον της οικογένειάς του. Θα προσαρμοζόταν στις καταστάσεις, θα λύγιζε τακτικά τη μέση δίχως ιδιαίτερο δισταγμό. Στον πόλεμο ή στην αντίσταση δεν θα ‘βγαινε ποτέ, εκτός κι αν τον παράσερνε η ανθρωποθάλασσα, εκτός και αν έτσι έπρατταν όλοι…

Ο μέσος άνθρωπος αγιοποιεί τον Μπελογιάννη, τον Τσε Γκεβάρα, τον Καραϊσκάκη και τον Αθανάσιο Διάκο όχι για πολιτικούς λόγους. Θρηνεί τον αδικοχαμένο Τζέιμς Ντιν όχι επειδή είχε τη δυναμική να γίνει ένας σπουδαίος ηθοποιός. Ενθουσιάζεται να παρακολουθεί περιπέτειες «παρανόμων» στο σινεμά , παλιότερα καταβρόχθιζε λαϊκά μυθιστορήματα με ήρωες τον λήσταρχο Νταβέλη και τον τρομερό Γιαγκούλα. Παραμυθιάζεται με την τρέλα και την αφοβιά τους –με το «live fast, die young» -, ταυτίζεται για μερικές στιγμές μαζί τους (δίχως καμία απολύτως λογική) κι έπειτα επιστρέφει στη ρουτίνα του. Η δική του βιογραφία –οι βιογραφίες σχεδόν όλων μας –αποτελούν μελέτες πάνω στον ελιγμό και στον συμβιβασμό με ελάχιστα, ίσως, φωτεινά διαλείμματα.

Είναι τόσο κακό αυτό;

Ρωτήστε τα παιδιά των ηρώων με τι συναισθηματικές στερήσεις, με τι βάρος αφόρητο στους ώμους τους μεγάλωσαν. Πόσο τους κόστισε η μεγαλειώδης αυτοπυρπόληση των γονιών τους για τα ιδανικά ή για το πάθος τους. Δείτε τις χαροκαμένες μανάδες…

Ο κόσμος έχει ανάγκη από Αθανάσιους Διάκους. Οχι όμως ως παράδειγμα προς μίμηση, όπως ανόητα ισχυρίζονται οι ρήτορες. Αλλά ως αντίστιξη. Αλλοθι. «Εκείνος θυσιάστηκε για χάρη μας, ξεχρέωσε για όλους. Μπορούμε άρα εμείς να συνεχίσουμε τις ζωές μας. Για την αγάπη των παιδιών μας…».