Είναι ένα ερώτημα που στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στις εσχατιές των κοινωνικών δικτύων ή σε επιφανή ακαδημαϊκά ιδρύματα, μια στο τόσο επανέρχεται: υπάρχει πολιτικό τραγούδι στην Αμερική του 21ου αιώνα, όπως στις διαδηλώσεις για το Βιετνάμ ή στις πορείες για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών; Τα αιτήματα του Γούντι Γκάθρι στο «This land is your land» του 1945 ή του Τζο Χιλ στο «The preacher and the slave» του 1911, έχουν το αντίστοιχό τους στην εποχή των start ups ή της κλιματικής αλλαγής; Η Μεγάλη Υφεση αλλά και ο επακόλουθος ρατσισμός της εποχής αποτυπώθηκαν σε κομμάτια όπως το «Poor miner’s farewell» της Aunt Molly Jackson ή το «Strange Fruit» με τη φωνή της Μπίλι Χόλιντεϊ: τι γίνεται όμως με την κρίση του 2008 ή το κίνημα Black Lives Matter; Ο νέος Μπομπ Ντίλαν, που θα τραγουδήσει το σημερινό «Masters of war» (και πόσα ακόμα), μένει να εντοπιστεί και να αναδειχθεί ομόφωνα –αν υφίσταται κιόλας. Η Νίνα Σιμόν, ο Πιτ Σίγκερ, οι Public Enemy, οι Rage Against the Machine του καιρού μας, είναι ίσως απλώς φαντασιώσεις. Οχι πάντως ότι μπορεί κανείς να κλείσει το θέμα με τους Green Day και τον Eminem. Σίγουρα όχι από τη στιγμή που πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέγεται κάποιος σαν τον Ντόναλντ Τραμπ.

Ψαχουλεύοντας κανείς στις mainstream αμερικανικές ή και ευρωπαϊκές μουσικές κυκλοφορίες που είδαν το φως (του ήλιου ή της οθόνης) στο πλαίσιο του πρόσφατου προεκλογικού αγώνα, της εμπέδωσης του αποτελέσματός του και της ορκωμοσίας της 20ής Ιανουαρίου, όλο και κάτι θα βρει. Οι Arcade Fire και η Mavis Staples κυκλοφόρησαν το «I Give you Power», με τη σκοτεινή ενορχήστρωση και τους εμπνευσμένους λες από τον Τζον Λοκ στίχους, «σου δίνω εξουσία / και μπορώ να πω / σου δίνω εξουσία / αλλά και την παίρνω πίσω». Στο «Hallelujah Money», οι Gorillaz του Ντέιβιντ Αλμπαρν και ο Benjamin Clementine τραγουδούν «νόμιζα ότι ο καλύτερος τρόπος για να τελειοποιηθούμε / είναι να χτίσουμε τοίχους / τοίχους που μοιάζουν με μονόκερους»: το μυθικό άλογο υπονοεί τις απατηλές λύσεις στο Προσφυγικό που προσφέρει ο Τραμπ ενισχύοντας τα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού. Ο Τομ Γκρέι των Gomez τονίζει στο πιο ακουστικό «Song of a Blowhard» ότι «αν τον πιστεύεις / βλέπεις ένα τέρας να μεγαλώνει», ενώ το εύθραυστο δίδυμο των Coco Rosie παρουσίασε το «Smoke ’em out», με την υποσημείωση ότι «καλωσορίζει τον νέο κάτοικο του Λευκού Οίκου, με μια συμμορία από γυναικόπαιδα, οπλισμένα με πιρούνια και μαχαίρια». Η Fiona Apple έγραψε το κάπως συνθηματικό «Tiny Hands» (με την επαναλαμβανόμενη φράση «δεν θέλουμε τα μικρά χεράκια σου κοντά στα εσώρουχά μας») για λογαριασμό της πορείας των γυναικών στην Ουάσιγκτον. Στη διάρκειά της, μουσικοί όπως οι Alicia Keys, Sleater-Kinney ή The National είπαν κι αυτοί μερικά τραγούδια.

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΚΕΣ. Οι ομαδικές μουσικές απόπειρες δεν έμειναν εκεί. Η πρόσφατη διαδικτυακή πλατφόρμα Michelberger Music έχει εκτός από διακριτά πολιτικά χαρακτηριστικά και τις συμμετοχές των Bon Iver, Lisa Hannigan ή Stargaze. Ακόμα πιο φιλόδοξο μοιάζει το εγχείρημα μιας ομάδας ανεξάρτητων αμερικανικών δισκογραφικών με το όνομα Secretly Group: το «Our First 100 Days» σκοπεύει να κυκλοφορεί ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι για καθεμία από τις πρώτες εκατό του Ντόναλντ Τραμπ, με σκοπό «να δώσει κίνητρα για την πρόοδο και να ενισχύσει την αλλαγή». Στις τάξεις του περιλαμβάνονται ονόματα όπως της Angel Olsen ή των Will Oldham, Mountain Goats, Courtney Marie Andrews και άλλων. Συνεργάζεται με τα ομόλογα πρότζεκτ «30 Days, 50 Songs» και «Revolutions Per Minute» και διανέμει τα τραγούδια του όχι άνευ αντιτίμου, αποδίδοντας όμως τα έσοδα σε οργανώσεις που προσπαθούν να βάλουν ένα φρένο στις νέες πολιτικές: στην «Cosecha», που εργάζεται για τα δικαιώματα των προσφύγων άνευ εγγράφων στις ΗΠΑ, στη «Southerners on New Ground» για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ή στην «All above all» που μάχεται κατά των περιορισμών στο δικαίωμα της έκτρωσης. «Αν βγήκε ένα καλό από τις εκλογές», έλεγε ο Τζον Κουμπς, υπεύθυνος του Secretly Group, «αυτό ήταν ότι η μουσική βιομηχανία άρχισε να χρησιμοποιεί τα εργαλεία της».

Το πολιτικό τραγούδι βέβαια δεν είναι τόσο υπόθεση της βιομηχανίας. Καλά καλά δεν ταξινομείται, ούτε έχει ενιαία και αδιαίρετα χαρακτηριστικά. Αλλοτε επιστρατεύεται από το παρελθόν με σκοπό τη συσπείρωση, όπως το γκόσπελ «We shall overcome» στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, άλλοτε γράφεται για την περίσταση, όπως το «What’s going on» του Μάρβιν Γκέι. Πότε ξεκινά διαφορετικά αλλά αποκτά πολιτικό χαρακτήρα λόγω του ερμηνευτή (όπως το «Goodnight Irene» του περιθωριοποιημένου bluesman Lead Belly) και πότε επανεμφανίζεται έπειτα από πολλά χρόνια, σε νέα δεδομένα, σαν το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Σήμερα, με την εμπειρία της ακρόασης να έχει εξατομικευτεί περισσότερο από ποτέ, «πολιτικά τραγούδια» γράφονται ακόμα και για το δικαίωμα στη χορτοφαγία. Τα παλιά στερεότυπα αλλάζουν, αφήνοντας ακόμα πιο πίσω κάτι γκλαμουράτα μουσικά εγχειρήματα για την καταπολέμηση της φτώχειας στη δεκαετία του ’80. Στην εποχή του Ντόναλντ Τραμπ, τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο, μεταξύ άλλων γιατί ο πρόεδρος των ΗΠΑ, περίπου όπως και ο Ρόναλντ Ρίγκαν ή η Μάργκαρετ Θάτσερ, είχε τη μουσική τιμητική του πριν ανέλθει στο αξίωμά του. Οι Beastie Boys μιλούσαν για αυτόν στο τραγούδι «Johnny Ryall» ήδη από το 1989. Οι Cypress Hill στο «Can I live», του 2001. Κάποιοι έγραφαν στίχους για τα πλούτη του, άλλοι για τον τρόπο ζωής του. Μόνο όταν έγινε γνωστή η υποψηφιότητά του, το περιεχόμενο των τραγουδιών συντονίστηκε με την επικαιρότητα. Να, το «FDT» ας πούμε, των ράπερ Nipsey Hussle και YG: είχε ένα αμιγώς πολιτικό επιχείρημα, που προέκυπτε από το αρκτικόλεξο του τίτλου. Ηταν το «Fuck Donald Trump».